Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ

50 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ
Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ

Η ιστορική πορεία της συμμετοχής στην ιμπεριαλιστική συμμαχία
Η συμπλήρωση, το 2002, μισού αιώνα συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, είναι μια αφορμή για έναν απολογισμό της πορείας αυτής και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για ανάδειξη των καταστροφικών συνεπειών της συμμετοχής της χώρας μας στον ιμπεριαλιστικό αυτό οργανισμό. Ταυτόχρονα είναι και μια αφορμή να επισημάνουμε για μια ακόμα φορά το σύγχρονο ρόλο του ΝΑΤΟ, ως στρατιωτικού βραχίονα της νέας ιμπεριαλιστικής τάξης.


Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε στις 4 Απρίλη 1949, όταν οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Ισλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας υπέγραψαν, στην Ουάσιγκτον, το Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού και ίδρυσαν τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, το γνωστό μας ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization). Να σημειωθεί ότι το ΝΑΤΟ προηγήθηκε της ίδρυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η Ελλάδα, αν και αποτελούσε χώρο στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, δεν κλήθηκε να είναι ιδρυτικό μέλος. Η Ελλάδα μπήκε τελικά στο ΝΑΤΟ, ταυτόχρονα με την Τουρκία, τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του. Η ταυτόχρονη ένταξη των δύο χωρών - πέραν των άλλων, φανερώνει τη γεωστρατηγική αντίληψη των ΗΠΑ για την περιοχή - ακολούθησε, τυπικά, τρία στάδια. Αρχικά το συμβούλιο της Ατλαντικής Συμμαχίας, στη συνοδό του στην Οτάβα του Καναδά, στις 20 Σεπτέμβρη του 1951, αποφάσισε να κάνει δεχτή την είσοδο των δύο χωρών.

Στη συνέχεια, στο διάστημα 17-22 Οκτώβρη του ιδίου έτους, υπογράφηκε στο Λονδίνο το πρωτόκολλο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για την προσχώρηση των δύο χωρών στη Συμμαχία. Η διαδικασία της προσχώρησης ολοκληρώθηκε με την έγκριση των σχετικών αποφάσεών της, τόσο από τα κοινοβούλια των χωρών - μελών της, όσο και από τα Κοινοβούλια των δύο ενδιαφερόμενων χωρών.

Η ελληνική Βουλή συζήτησε το θέμα και ενέκρινε το σχετικό νομοσχέδιο, της κυβέρνησης Πλαστήρα - Βενιζέλου, για την προσχώρηση της χώρας στο ΝΑΤΟ, στις 18 Φλεβάρη 1952. Το νομοσχέδιο ψήφισαν όλα τα, εντός Βουλής, κόμματα - πλην της ΕΔΑ και του βουλευτή Μιχ. Κύρκου, που εκπροσωπούσε το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα.

Η ομιλία στη Βουλή του τότε πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα είναι ένα μνημείο υποτέλειας και ραγιαδισμού, που δίνει το μέτρο της διαχρονικότητας της υποτέλειας:

«Η κυβέρνησις - είπε - είναι ευτυχής σήμερον, διότι με την ψήφισιν, σχεδόν ομοφώνως, από τη Βουλήν του νομοσχεδίου περί εισόδου της Ελλάδος εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον, επικυρώνεται γεγονός χαρμόσυνον και πολύ σοβαρόν... Δεν πρέπει να γίνεται λόγος, ότι η Ελλάς ημπορεί να ακολουθήση άλλην πολιτικήν... Είναι μία μεγάλη επιτυχία το ότι εισήλθεν η Ελλάς εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον, διότι τιμάται ούτως από τους ομόφρονας και δημοκρατικούς λαούς του Ατλαντικού Συνασπισμού... Δεν ημπορεί κανείς να μην παραδεχτεί, ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των Μεγάλων Δυνάμεων αι οποίαι κατοικούνται από ελεύθερους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται εαυτήν ασφαλεστέρα... Αι άλλαι θεωρίαι περί ουδετερότητος και ειρηνεύσεων είναι θεωρίαι αι οποίαι δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό. Θα επεθύμουν εν προκειμένω να περιορισθή η συζήτησις της Βουλής, διότι έχομεν και άλλα έργα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε».

Την ομιλία αυτή είναι σαν να την κάνει ο Κ. Σημίτης σήμερα. Είναι στην ίδια συχνότητα με το «ευχαριστώ» τους Αμερικάνους, που είπε την επομένη της κορύφωσης της κρίσης των Ιμίων, στις 31 Γενάρη 1996.

Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο αρχηγός του δεξιού κόμματος Ελληνικός Συναγερμός, στρατάρχης Αλ. Παπάγος, ο οποίος, στην ομιλία του είχε τονίσει: «Αίσθημα πλήρους ικανοποιήσεως με κατέχει διά την αποδοχήν της Ελλάδος ως ισοτίμου μέλους εις τον Οργανισμόν του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Η συμμετοχή μας εις την Βορειοατλαντικήν οργάνωσιν αποτελεί την καλυτέραν πιστοποίησιν ότι αι Ηνωμέναι Πολιτείαι και τα άλλα κράτη - μέλη του Συμφώνου πανηγυρικώς ανεγνώρισαν τη μεγάλην συνδρομήν την οποίαν προσέφερεν η Πατρίς μας εις τους κοινούς αγώνας διά την ελευθερίαν και την δημοκρατίαν».

Στη σημασία για τα αμερικανικά συμφέροντα της ένταξης της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, είχε αναφερθεί την περίοδο εκείνη ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Ατσεσον, μιλώντας στην αμερικανική Γερουσία: «Η εισδοχή των δύο χώρων δε θα συντελέσει μόνον εις την ενίσχυσιν της ιδικής των ασφαλείας, αλλά και των άλλων χωρών του Συμφώνου, περιλαμβανομένης και της ιδικής μας. Αρκεί να ρίξωμεν ένα βλέμμα - συνέχισε ο Ατσεσον - εις τον χάρτην, διά να είδωμεν ποία είναι η στρατηγική σημασία των δύο χωρών διά τη δυτικήν άμυναν: φρουρούν τας ανατολικάς προσβάσεις προς την Μεσόγειον, περιλαμβανομένων και των στενών της Ιταλίας, από τη Μαύρην Θάλασσαν προς την Κεντρικήν Μεσόγειον. Επιπλέον, η Τουρκία πλευροκοπεί τας χερσαίας οδούς, αι οποίαι άγουν από τη Ρωσίαν προς τας πλούσιας πετρελαιοπηγάς της Μέσης Ανατολής. Είναι δε γνωστή η απόφασις της Ελλάδος και της Τουρκίας να διατηρήσουν την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των και να αναπτύξουν περαιτέρω τη δύναμίν των εις αποφασιστικόν φράγμα εναντίον του επιθετικού κομμουνισμού, ιδιαιτέρως εις την Μέσην Ανατολήν».

Στον αντίποδα στάθηκε ο πρόεδρος της ΕΔΑ, Γ. Πασαλίδης, που με την ομιλία του στη Βουλή την ίδια ημέρα υπογράμμισε την ανάγκη να παίξει η Ελλάδα φιλειρηνικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, αντί να μεταβάλλεται σε ορμητήριο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ εναντίον της ΕΣΣΔ και των υπόλοιπων Λαϊκών Δημοκρατιών. «Πρέπει, είπε, να έχωμεν υπ' όψιν μας ότι η χώρα μας από γεωγραφικής απόψεως δε δύναται να αποκοπή από τον κορμόν της. Δι' αυτόν τον λόγον η Ελλάς έπρεπε να συμβάλει εις το διεθνές γεφύρωμα... Είμεθα υπέρ ελληνικής πολιτικής και δεν πρέπει να ακούωμεν ουδεμίαν ξένην δύναμιν...».

Τους κινδύνους για τη χώρα και το μέλλον της, από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, υπογράμμισε κατ' επανάληψη τότε, όπως και σήμερα εξάλλου, το ΚΚΕ που, ας σημειωθεί, βρισκόταν σε συνθήκες βαριάς παρανομίας. Είναι η ίδια περίοδος που ο Ν. Μπελογιάννης συρόταν στο έκτακτο στρατοδικείο, για να καταδικαστεί σε θάνατο και να εκτελεστεί 40 ημέρες ακριβώς μετά την επικύρωση από τη Βουλή της ένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.

Οι αγώνες των μελών και των οπαδών του ΚΚΕ ενάντια στη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ήταν συνεχείς και ανυποχώρητοι, παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος του εκτελεστικού αποσπάσματος κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους. «Θανάσιμη απειλή καταστροφής για το λαό μας» χαρακτήριζε το δέσιμο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ το ΠΓ το Κόμματος, σχολιάζοντας την απόφαση της Οτάβας, το Σεπτέμβρη του 1951.

Η ΚΕ του κόμματος, στη 2η ολομέλειά της, τον Οκτώβρη του ιδίου χρόνου, ανάμεσα στ' άλλα υπογράμμιζε: «Για την πατρίδα είναι σήμερα ζήτημα ζωής ή θανάτου να ενωθούν όλες οι δημοκρατικές, πατριωτικές, εθνικές δυνάμεις της χώρας σε μια δύναμη, για να σωθεί από τον κίνδυνο της πολεμικής καταστροφής... και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, για να διατηρηθεί η ειρήνη και να εξασφαλιστεί η ζωή του λαού. Αυτή η Ενωση θα είναι το ΕΑΜ του νέου λαϊκού αγώνα για τη ζωή, την ειρήνη, τη λευτεριά και την εθνική ανεξαρτησία».

Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ από το 1952 μέχρι το 1974
Ο ρόλος του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν ρόλος αντιδημοκρατικών παρεμβάσεων, ανοιχτής επέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας, ρόλος επικίνδυνου προβοκάτορα κατά των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας. Το αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος, των ξερονησιών, των άγριων διώξεων και των δολοφονιών, υπηρετούσε την αμερικανοΝΑΤΟική κυριαρχία και στηριζόταν σε αυτήν.

Οι υποτελείς ελληνικές κυβερνήσεις έφτασαν στο σημείο να δέχονται ανοιχτές εντολές μέχρι και για το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνονταν οι εκλογές στη χώρα, όπως συνέβη το 1952 με τον διαβόητο Αμερικανό πρεσβευτή Πιουριφόι, ο οποίος όρισε οι εκλογές να γίνουν με το πλειοψηφικό. Είναι η εποχή του «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας»! προς τον Βαν Φλιτ όταν επιθεωρούσε τον ελληνικό στρατό, του Π. Κανελλόπουλου, που μεταγενέστερα ο ίδιος δεν παραδεχόταν ότι το είχε πει.

Την ίδια περίοδο οργανώθηκε η παραστρατιωτική-παρακρατική-παραΝΑΤΟική τρομοκρατική οργάνωση «ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΟΒΙΑ», η οποία λειτουργούσε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 και είχε πλοκάμια σε πολλές ΝΑΤΟικές χώρες και κυρίως σ' αυτές που δρούσαν ισχυρά κομμουνιστικά κινήματα. Μια οργάνωση που χρεώνεται με ρόλο στο πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 αλλά και σε ανεξιχνίαστες τρομοκρατικές πράξεις. Σε αυτές συγκαταλέγονται: Η έκρηξη βόμβας στο Γοργοπόταμο το 1965, που σκότωσε πέντε και τραυμάτισε περίπου 100 ανθρώπους, οι οποίοι είχαν πάει για το γιορτασμό της επετείου της ανατίναξης της Γέφυρας από τις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης. Η έκρηξη βόμβας στο ξενοδοχείο «Πλωτίνι» του Διδυμότειχου, τον Ιούνη του 1985. Η έκρηξη βόμβας στο Δημοτικό Θέατρο Λέσβου την Οκτώβρη του 1989 με θύμα τον βομβιστή - υπαξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας.

Τον μισό αυτό αιώνα της θεσμοθετημένης αμερικανοκρατίας, η χώρα σημαδεύτηκε από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ σε δυο κορυφαία τραγικά γεγονότα, την εφτάχρονη στρατιωτική δικτατορία 1967-1974 και την εισβολή και κατοχή της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα από το 1974 μέχρι σήμερα.

Η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν δημιούργημα του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών. Εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα, τόσο για την προώθηση των σχεδίων τους στην περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, όσο και για την καθυπόταξη του λαϊκού κινήματος στο εσωτερικό της χώρας. Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ ήταν αυτοί που σχεδίασαν και οργάνωσαν το πραξικόπημα. Το πλήθος των παραστρατιωτικών οργανώσεων που είχαν διαβρώσει το στρατό και δρούσαν στη χώρα, όπως ο περιβόητος ΙΔΕΑ, που κορυφαίο του στέλεχος ήταν ο Γ. Παπαδόπουλος, ήταν δικά τους δημιουργήματα.

Σχετικά με το ρόλο του ΝΑΤΟ στην υπόθεση της Κύπρου, τα όσα ομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης της Βουλής, το 1987, για το περιβόητο «φάκελο της Κύπρου», επιβεβαιώνουν ότι το ΝΑΤΟ ήταν αυτό που σχεδίασε το πραξικόπημα κατά του Μακάριου στις 15 του Ιούλη 1974 και οι συνταγματάρχες αυτοί που το εκτέλεσαν, ώστε να δοθεί το πρόσχημα για την τουρκική εισβολή στο νησί.

Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που έγιναν: Το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί ήταν αυτοί που ασκούσαν «φορτική πίεση», όπως εξάλλου ομολογούσε ο «πρωθυπουργός» της χούντας Κόλλιας, για την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Κύπρο, ώστε το έδαφος να είναι ελεύθερο για τα τουρκικά στρατεύματα. Το ΝΑΤΟ ήταν αυτό, που, μέσω του 6ου Αμερικανικού Στόλου, της βρετανικής αεροπορίας και των βρετανικών ναυτικών δυνάμεων, έπαιξε ρόλο προγεφυρώματος, όπως ομολογεί ο τότε αρχηγός ΓΕΑ, Παπανικολάου, για την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στο νησί και την αναχαίτιση των ελληνικών δυνάμεων, σε περίπτωση που αυτές επέμβαιναν. Το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί είναι αυτοί που συντηρούν και νομιμοποιούν επί 28 χρόνια το καθεστώς της κατοχής της Κύπρου και επιδιώκουν να επιβάλουν την οριστική διχοτόμηση του νησιού.

Ολα αυτά, πριν από 50 χρόνια. Σήμερα οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ μπορεί να μην καθορίζουν ανοιχτά τα εκλογικά συστήματα, ενημερώνουν όμως τον ελληνικό λαό για το αν και πότε θα γίνουν πρόωρες εκλογές στη χώρα, όπως, για παράδειγμα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κρίστοφερ, που το 1993 «προέβλεψε» - από ελληνικού μάλιστα εδάφους - ότι οι εκλογές που επρόκειτο να γίνουν το 1994 θα γίνονταν έναν χρόνο νωρίτερα. Είχε προηγηθεί ο Κίσινγκερ, ο οποίος το 1974 «προέβλεψε», δυο μέρες πριν την πτώση της χούντας, ότι έρχεται μεταπολίτευση. Ωστόσο και σήμερα οι Αμερικανοί παραγγέλνουν «αντιτρομοκρατικούς» νόμους, προαναγγέλλουν συλλήψεις τρομοκρατών και προΐστανται των ερευνών της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.

Από το 1974, μετά την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, εξαιτίας της στάσης της Συμμαχίας απέναντι στην τουρκική εισβολή, και μέχρι το 1980, που η Ελλάδα επανήλθε στη λυκοσυμμαχία, οι ελληνοΝΑΤΟικές σχέσεις πέρασαν σε μια φάση αναθεώρησης του καθεστώτος συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και «νομιμοποίησης» στα πλαίσια του ΝΑΤΟ των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο. Ακολούθησε η νέα δομή του ΝΑΤΟ και η λειτουργία της Ελλάδας στα πλαίσια αυτής με ό,τι συνεπάγεται αυτό στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Η εθνική περιπέτεια που λέγεται ΝΑΤΟ: Από την επανένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ στη Νέα Δομή
Σε νέες περιπέτειες μπαίνουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα σε θάλασσα και αέρα στο Αιγαίο, η ίδια η εθνική ανεξαρτησία, εξαιτίας του ΝΑΤΟ. Την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος το 1974, διαδέχθηκε μια περίοδος διαρκούς εκκρεμότητας που άρχισε με τη Συμφωνία Ρότζερς του 1980 και πριν συμπληρωθούν δύο δεκαετίες συνεχίστηκε με την εφαρμογή, από το 1999, της Ελλάδας στα πλαίσια της νέας δομής του ΝΑΤΟ.

Η συμφωνία επανένταξης του 1980 άφηνε σε εκκρεμότητα το θέμα της επαναλειτουργίας του στρατηγείου της Λάρισας, λόγω των τουρκικών αντιρρήσεων σε σχέση με τα όρια ευθύνης του. Μέχρι το 1974 το στρατηγείο της Λάρισας κάλυπτε επιχειρησιακά όλον τον ελληνικό εθνικό χώρο στο Αιγαίο και τις προσβάσεις σε αυτό. Αντίστοιχα το στρατηγείο της Σμύρνης κάλυπτε την τουρκική επικράτεια. Δηλαδή, τα εθνικά όρια ταυτίζονταν με τα όρια επιχειρησιακής ευθύνης των στρατηγείων. Ομως μετά το 1980 η Τουρκία δε δέχτηκε την επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς, αυτό εξάλλου θα ήταν σαν να παραιτείται από τις επεκτατικές της βλέψεις.

Η κυβέρνηση Καραμανλή, μετά το δεύτερο τουρκικό «Αττίλα» εναντίον της Κύπρου, τον Αύγουστο του 1974, αναγκάζεται να προχωρήσει σε αποχώρηση της Ελλάδας, «οριστικά και αμετάκλητα» είχε δηλώσει τότε ο Κ. Καραμανλής, από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Επρόκειτο για κίνηση - ελιγμό, με στόχο την εκτόνωση του λαϊκού ξεσηκωμού κατά των Αμερικανών. Το ομολογεί και επίσημα, 6 χρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός της συμφωνίας Ρότζερς, Γ. Ράλλης, που εγκαλούσε όσους κατηγορούσαν τη ΝΔ για την απόφαση αποχώρησης, λέγοντάς τους ότι «δεν αναπολούν την κατάσταση, την ψυχολογία και του ελληνικού στρατού και του ελληνικού λαού και δεν αναπολούν την ψυχολογία της Κύπρου».

Η κυβέρνηση της ΝΔ προχωρά τον Οκτώβρη του 1980 στην απόφαση επανένταξης της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ με την αποδοχή της Συμφωνίας Ρότζερς. Τότε ακριβώς έχουμε ένα από τα καταπληκτικότερα κοινοβουλευτικά τερατουργήματα. Η Συμφωνία Ρότζερς εγκρίνεται από τη Βουλή, χωρίς ο ελληνικός λαός, αλλά ούτε καν οι βουλευτές να τη γνωρίζουν!!! Το ΝΑΤΟ έχει απαγορεύσει στην κυβέρνηση να δημοσιοποιήσει το κείμενο της συμφωνίας και εκείνη το αποδέχεται. Να τι λέει από το βήμα της Βουλής ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας, Ε. Αβέρωφ: «Η οποία (συμφωνία) έχει ένα μόνο μειονέκτημα: ότι δεν μπόρεσε να έρθει εις την δημοσιότητα. Δεν έρχεται εις την δημοσιότητα διότι, δυστυχώς, έτυχε υψηλού βαθμού διαβαθμίσεως εις το ΝΑΤΟ και με το βαθμό αυτό της διαβαθμίσεως δεν είναι δυνατόν εμείς να τη φέρουμε στη δημοσιότητα»!!

Τώρα, 22 χρόνια μετά την επανένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, έχει αξία να δούμε πώς την εξηγούσαν οι θιασώτες του ΝΑΤΟ.

«Επανερχόμεθα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, γιατί δε θέλομεν η Τουρκία να είναι ο μόνος αποδέκτης των πιστώσεων για την υποδομή, για την εκπαίδευση και για τον εξοπλισμό». Αυτά υποστήριζε ο πρωθυπουργός Γ. Ράλλης. Από τότε η Ελλάδα έπαιξε ρόλο προκεχωρημένου φυλακίου για τις "αμυντικές" επιδρομές του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στο Λίβανο, τη Λιβύη, το Ιράκ και τη Βοσνία. Από τότε η Ελλάδα βρέθηκε δυο φορές στο χείλος "θερμού" επεισοδίου με την Αγκυρα, το 1987 και το 1996. Από τότε η Ελλάδα έχει εισέλθει σε εξοπλιστικό αγώνα δρόμου με την Τουρκία, που την προσδένει ακόμα πιο βαθιά στο άρμα της οικονομικής και στρατιωτικής εξάρτησης από τους «συμμάχους».

Οσο για το Κυπριακό τα τετελεσμένα και η ντεφάκτο διχοτόμηση αποτελούν πλέον βάση για συζήτηση και στο μεταξύ η πλήρης ΝΑΤΟποίηση και της Κύπρου έχει δρομολογηθεί. «Είναι γεγονός ότι με την επάνοδό μας... η θέση της Ελλάδος διεθνώς ενισχύεται και η αμυντική της δυνατότητα αυξάνεται. Εφόσον, λοιπόν, η διεθνής θέση της Ελλάδος γίνεται καλύτερη, σε ευθεία αντανάκλαση βοηθάει και την Κύπρο», έλεγε ο Κ. Μητσοτάκης. Από κοντά και ο Κ. Στεφανόπουλος, που διατυμπάνιζε: «Πιστεύουμε ότι ευρισκόμενοι εντός της συμμαχίας μπορούμε περισσότερο να επηρεάσουμε ευνοϊκά εκείνους, οι οποίοι μπορούν με τη σειρά τους να επηρεάσουν υπέρ μιας ευνοϊκής λύσεως του (κυπριακού) προβλήματος».

Η επανένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ σήμαινε, ουσιαστικά, αποδοχή του ΝΑΤΟικού ελέγχου επί των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Σήμαινε τη χρήση τους, πρώτα και κύρια, ως εξαρτήματος για τις ανάγκες των ιμπεριαλιστών και όχι ως εργαλείου υπεράσπισης της ακεραιότητας της χώρας.

Ταυτόχρονα, μια σειρά θέματα, όπως η κυριαρχία στο Αιγαίο, έπαιρνε με ΝΑΤΟική έγκριση, και διά της επικύρωσης της Συμφωνίας Ρότζερς, χαρακτήρα μακραίωνης διένεξης μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας. Δηλαδή, επισφραγιζόταν ο επιδιαιτητικός ρόλος των ΗΠΑ στην περιοχή, μέσω της παροχής «συμμαχικού» δικαιώματος στην Τουρκία να αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ώστε να μπορούν οι μεγάλες δυνάμεις να θέτουν σε εφαρμογή την τακτική του «διαίρει και βασίλευε».

Η ΝΑΤΟική περιπέτεια του Αιγαίου
Σε νέα φάση πέρασε η εξάρτηση της χώρας, με την πλήρη και ασφυκτική υποταγή της στα ΝΑΤΟικά σχέδια, που οδηγούν στην κατάργηση κάθε έννοιας εθνικής ανεξαρτησίας. Η βήμα προς βήμα προσαρμογή, στη διάρκεια της δεκαετίας του '90, στο νέο δόγμα για το ρόλο και την αποστολή του ΝΑΤΟ και η αναδιάρθρωση όλου του πλέγματος εξάρτησης, με βάση τα δεδομένα της «νέας τάξης πραγμάτων», οδηγεί σε μια άνευ όρων παράδοση της χώρας.

Η εκκρεμότητα σε σχέση με την πλήρη και ενεργό συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ, που υπήρχε πριν από την εφαρμογή, το 1999, της νέας δομής του, δεν αποτέλεσε εμπόδιο στη λειτουργία του αφού, ούτως ή άλλως, η Ελλάδα παρέμεινε πάντα ενταγμένη στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και το Αιγαίο αποτελούσε και αποτελεί ΝΑΤΟική λίμνη. Με την εφαρμογή όμως της νέας δομής, η υποτέλεια της χώρας στο ΝΑΤΟ και τον ιμπεριαλισμό αναβαθμίζεται ποιοτικά.

Το νέο δόγμα
Το κλειδί της όλης αναδιάρθρωσης της εξάρτησης είναι το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία δημιούργησαν νέες «απειλές» και αναζήτησαν νέους ρόλους, που επιβάλλουν ταυτόχρονα νέα δομή και νέο δόγμα επιχειρησιακής λειτουργίας. Η «αναπροσαρμογή» αυτή σήμερα εκφράζεται με την κήρυξη εκ μέρους του ΝΑΤΟ του πολέμου κατά της διεθνούς τρομοκρατίας κατά παραγγελία βέβαια των Αμερικανών.

Ο «εκσυγχρονισμός» του ΝΑΤΟ άρχισε το Δεκέμβρη 1992, όταν η επιτροπή αμυντικού σχεδιασμού, αποφάσισε την κατάργηση της παλιάς δομής. Με βάση τη νέα δομή που προωθήθηκε τα επόμενα χρόνια, συγκροτούνται πολυεθνικές, ευέλικτες δυνάμεις ταχείας επέμβασης στις τρεις πτέρυγες της «συμμαχίας» και καταργούνται οι επιμέρους εθνικές περιοχές επιχειρησιακής ευθύνης, με τη δημιουργία ενός «εύκαμπτου» οργανωτικού σχήματος.

Την κύρια ευθύνη την έχει ο Ανώτατος ΝΑΤΟικός Διοικητής της περιοχής -στην περίπτωση της νότιας πτέρυγας ο Αμερικανός ή Ιταλός διοικητής της Νάπολης της Ιταλίας- ενώ στους διοικητές των υποστρατηγείων, όπως της Λάρισας, μένουν περιορισμένες αρμοδιότητες, στα πλαίσια πάντα της ενιαίας περιοχής του διοικητή της Νάπολης. Ο διοικητής αυτός μπορεί να μεταβιβάζει τον επιχειρησιακό έλεγχο σε αέρα και θάλασσα, κατά περίπτωση σε Ιταλό, Ελληνα και Τούρκο αξιωματικό. Αυτό σημαίνει ενιαίο αμυντικό χώρο Ελλάδας - Τουρκίας!
Το στρατηγείο της Λάρισας
Η λειτουργία του στρατηγείου της Λάρισας έχει προϊστορία. Ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1980, όταν η Ελλάδα, με τη συμφωνία Ρότζερς, επανεντάχθηκε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, απ' όπου είχε αποχωρήσει το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το στρατηγείο της Λάρισας από τότε έμεινε ανενεργό, επειδή δεν καθορίστηκαν τα όρια ευθύνης του στο Αιγαίο, εξαιτίας των τουρκικών διεκδικήσεων.

Πάγια ελληνική θέση, στα πλαίσια, βέβαια, της εξάρτησης και της υποταγής στα ξένα κέντρα, ήταν η κάλυψη όλου του ελληνικού εθνικού χώρου από το ΝΑΤΟικό στρατηγείο της Λάρισας. Είναι σαφές πως το πρόβλημα αυτό υπάρχει και υπάρχει μόνο στα πλαίσια της «συμμαχίας». Γιατί, θα ήταν αδιανόητο εκτός ΝΑΤΟ μια χώρα, να διεκδικεί, να έχει την ευθύνη του εναέριου χώρου πάνω από τα νησιά και τη θάλασσα μιας άλλης χώρας.
Διαμάχη χωρίς αντικείμενο

Αντί, λοιπόν, οι κυβερνήσεις, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, να ακολουθήσουν μια πολιτική απεμπλοκής από το φαύλο κύκλο αυτής της καταστροφικής λογικής, παγιδεύτηκαν στη δρομολόγηση διαδικασιών, με στόχο τη λειτουργία των στρατηγείων. Οι διαδικασίες αυτές, τα τελευταία χρόνια, πέρασαν διάφορες φάσεις. Εξάλλου, με την τελική υλοποίηση της νέας δομής του ΝΑΤΟ και την υποβάθμιση των υποστρατηγείων -συζητήθηκε επίσημα στην τελευταία σύνοδο των υπουργών Αμυνας- υπέρ του στρατηγείου της Νάπολης η διαμάχη θα είναι πλέον χωρίς αντικείμενο.

Στο μεταξύ η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί έχει ήδη φέρει τα αποτελέσματά της. Δεν έχουν συμπληρωθεί τρία χρόνια από την έναρξη της επίσημης λειτουργίας του ΝΑΤΟικού στρατηγείου της Λάρισας, ιδιαίτερα του αεροπορικού του σκέλους, και επιβεβαιώνονται πανηγυρικά όλες οι εκτιμήσεις για το ρόλο του και τι σηματοδοτεί η λειτουργία του για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο.

Ο αποχρωματισμός του Αιγαίου και η συνεχής έκπτωση, στο βωμό του ΝΑΤΟ, των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι μια πραγματικότητα. Είναι πλέον κοινός τόπος η διαπίστωση ότι, μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στη νέα δομή του ΝΑΤΟ και στην όποια λειτουργία των ΝΑΤΟικών στρατηγείων στη χώρα μας, έχει δρομολογηθεί η διχοτόμηση του Αιγαίου και ο περιορισμός των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η λειτουργία της νέας δομής αποτελεί την πύλη μέσα από την οποία περνάνε και γίνονται, ακόμα και από την Ελλάδα, αποδεκτές οι τουρκικές διεκδικήσεις.

Η όλη συζήτηση, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, για τις «λεπτομέρειες» των ρυθμίσεων που αφορούν στη νέα δομή του ΝΑΤΟ και στην εφαρμογή της στο Αιγαίο, αποτέλεσε και αποτελεί έναν άτυπο ελληνοτουρκικό διάλογο, με τη διαμεσολάβηση των Αμερικανών, επί των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Το σημαντικότερο είναι πως οι ρυθμίσεις αυτές, που υποτίθεται ότι αφορούν μόνο στην εσωτερική λειτουργία του ΝΑΤΟ, είναι ο πρόδρομος του νέου καθεστώτος στο Αιγαίο. Ενός καθεστώτος ελληνοτουρκικής συγκυριαρχίας υπό την επικυριαρχία των Αμερικανών.

Οι τουρκικές διεκδικήσεις βρήκαν έδαφος
Βρήκαν τρόπο έκφρασης αλλά και εφαρμογής, ως ένα βαθμό, οι σημαντικότερες τουρκικές απαιτήσεις, ενάντια στο δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια από τα 6 που είναι σήμερα, για περιορισμό του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου στα 6 από τα 10 μίλια που είναι σήμερα, η μη αναγνώριση από την Τουρκία της αρμοδιότητας ελέγχου των πτήσεων πάνω από το μισό Αιγαίο (FIR Αθηνών), εκ μέρους της Ελλάδας, η απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Λήμνου. Ολα αυτά δρομολογήθηκαν με την εφαρμογή της νέας δομής του ΝΑΤΟ και εν γένει στα πλαίσια της ελληνικής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ.

Αρκεί να αναφέρουμε μόνο τις ΝΑΤΟικές ασκήσεις που έγιναν από το 1999 και μετά εκατέρωθεν του Αιγαίου και οι οποίες πήραν χαρακτήρα γενικής εφαρμογής του νέου καθεστώτος στο Αιγαίο. Στα πλαίσια της άσκησης «Dynamic Mix», που διεξήχθη στην Ελλάδα υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟικού στρατηγείου της Λάρισας, εξαιρέθηκε το Αιγαίο, ενώ στη διάρκεια της άσκησης «Destined Glory», που έγινε στην Τουρκία υπό τη διοίκηση του στρατηγείου της Σμύρνης, οι Τούρκοι απαγόρευσαν στα ελληνικά μαχητικά, που κατευθύνονταν στο χώρο της άσκησης επί τουρκικού εδάφους, να πετάξουν πάνω από τα ελληνικά νησιά, γιατί δήθεν είναι αποστρατιωτικοποιημένα και μάλιστα έφτασαν στο σημείο να επιχειρήσουν την αναχαίτισή τους.

H κατάργηση των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης στο Αιγαίο σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη ανατροπή στο «στάτους κβο», που έφεραν η Συνθήκη της Λωζάνης και άλλες συμφωνίες, οι οποίες διαμόρφωσαν το υπάρχον καθεστώς των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η κυβέρνηση Σημίτη έκανε πράξη ό,τι δεν είχε τολμήσει καμία άλλη, τουλάχιστον από το 1974 και μετά. Εγκαταλείπει το δικαίωμα άμυνας του Αιγαίου και το υποκαθιστά με ένα δυνητικό «βέτο» που, υποτίθεται, όπως υποστηρίζει, ότι θα ασκήσει στα όργανα του ΝΑΤΟ αν και όποτε κρίνει ότι θίγονται κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή. Η λειτουργία του στρατηγείου της Λάρισας, χωρίς προκαθορισμένα όρια επιχειρησιακής ευθύνης σημαίνει ότι το Αιγαίο, θαλάσσιος και εναέριος χώρος, μετατρέπεται σε μια «γκρίζα περιοχή» και τίθεται εκτός ελληνικής αρμοδιότητας.

Το παλιό και το νέο καθεστώς
Για να είναι σαφές τι ακριβώς συμβαίνει στο Αιγαίο, πρέπει να αναφέρουμε ποιο είναι το νόμιμο, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, καθεστώς του Αιγαίου και πάνω σε ποιο αντικείμενο εκφράζονται οι τουρκικές απαιτήσεις και γίνονται οι αμερικανοΝΑΤΟικές «διευθετήσεις».

Με δεδομένη τη διαμόρφωση του γεωγραφικού χάρτη της περιοχής, περισσότερο από τα 4/5 του συνολικού θαλάσσιου και εναέριου χώρου του Αιγαίου είναι περιοχή είτε ελληνικής εθνικής κυριαρχίας (χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος) είτε περιοχή που ανήκει στην αρμοδιότητα των οργάνων του ελληνικού κράτους, όσον αφορά στον έλεγχο των πτήσεων (FIR). Ο έλεγχος του FIR αφορά και στο διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου, πέρα από τον εθνικό των 10 μιλίων.

Λόγω, λοιπόν, της διασποράς των ελληνικών νησιών στο σύνολο του αιγαιακού χώρου, ο διεθνής θαλάσσιος και εναέριος χώρος του Αιγαίου, που είναι περίπου το 50% του συνόλου του, ως αρμοδιότητα ελέγχου FIR, έχει δοθεί από τους διεθνείς οργανισμούς στην Ελλάδα. Το υπόλοιπο 50% του Αιγαίου, αυτό που δεν είναι διεθνής χώρος, κατά τα 4/5 ανήκει στην Ελλάδα ως χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος και ένα μικρό ποσοστό ανήκει στην Τουρκία, η οποία από την άλλη δεν έχει αρμοδιότητα για τον έλεγχο του FIR στο διεθνή εναέριο χώρο.

Εδώ ακριβώς είναι και το κρίσιμο σημείο. Το ζήτημα του FIR συνδέεται με τον επιχειρησιακό έλεγχο της περιοχής και τα όριά του αποτελούν και όρια της εθνικής ασφάλειας. Πολύ περισσότερο όταν όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας των ελληνικών νησιών, θαλάσσιοι και αεροπορικοί, κυρίως αυτών του Ανατολικού Αιγαίου, διέρχονται από το διεθνή χώρο του Αιγαίου, που η αρμοδιότητα ελέγχου του FIR ανήκει, με βάση τα ισχύοντα διεθνώς, στην Ελλάδα. Πάνω, λοιπόν, σε αυτό το θέμα εκδηλώνεται η τουρκική αμφισβήτηση, που χρησιμοποιεί το θέμα του ελέγχου του FIR και γενικότερα της ανάθεσης από τα ΝΑΤΟικά όργανα της επιχειρησιακής ευθύνης στο Αιγαίο, ως όχημα της γενικότερης επεκτατικής πολιτικής της Αγκυρας.

Με βάση το νέο καθεστώς λειτουργίας του ΝΑΤΟ, την περιβόητη νέα δομή του, το Αιγαίο είναι χωρίς ταυτότητα εθνικής κυριαρχίας. Η ασάφεια αυτή εδραιώνεται και μάλιστα νομιμοποιείται και από ελληνικής πλευράς, με τη λειτουργία των ΝΑΤΟικών στρατηγείων και ειδικότερα αυτών της Λάρισας και της Σμύρνης, στα οποία υπάγονται αντίστοιχα τα δύο ΝΑΤΟικά Κέντρα Αεροπορικών Επιχειρήσεων, το 7ο CAOC στη Λάρισα και το 6ο CAOC στο Εσκί Σεχίρ της Τουρκίας.

Η αποεθνικοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων
Το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ και η νέα δομή δυνάμεων που το συνοδεύει, στην οποία η Ελλάδα συμμετέχει επίσημα από το Σεπτέμβρη του 1999, με την ενεργοποίηση του στρατηγείου της Λάρισας, σηματοδότησε μια σειρά αλλαγών στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις, τόσο σε επίπεδο αμυντικού δόγματος όσο και σε επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας. Σε όλα αυτά προστέθηκε και η ανάγκη άμεσης ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις που προέκυψαν από το νέο διεθνές σκηνικό, το οποίο δημιουργήθηκε μετά τις 11 του Σεπτέμβρη 2001 και τον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας που κήρυξαν οι Αμερικανοί.

Η αναθεώρηση του ελληνικού αμυντικού δόγματος ξεκίνησε σταδιακά, στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, ως μια παράλληλη διαδικασία με αυτή της καθιέρωσης του νέου επιθετικού δόγματος του ΝΑΤΟ, το οποίο επικυρώθηκε πανηγυρικά από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον τον Απρίλη του 1999, εν μέσω ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας, οπότε μπήκε και επίσημα σε λειτουργία η νέα δομή του ΝΑΤΟ.

Το βασικό χαρακτηριστικό στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι η αποεθνικοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων, τόσο όσον αφορά στην αποστολή τους όσο και στη δομή διοίκησής τους. Ετσι, καταργούνται τα εθνικά όρια επιχειρησιακής ευθύνης και συγκροτούνται πολυεθνικές δυνάμεις ταχείας επέμβασης. Το νέο ελληνικό αμυντικό δόγμα σηματοδοτεί την εγκατάλειψη της εθνικής άμυνας υπέρ του νεοταξικού δόγματος της διεθνούς ασφάλειας και σταθερότητας, της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας αλλά και της εσωτερικής ασφάλειας.

Λίγες μέρες, λοιπόν, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις ΗΠΑ, η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Αμυνας έσπευσε να ανακοινώσει ότι στα πλαίσια της αναθεώρησης του αμυντικού δόγματος θα ενταχθούν στις απειλές τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν οι Ενοπλες Δυνάμεις και οι λεγόμενες ασύμμετρες απειλές, που προέρχονται από την τρομοκρατία. Ολη αυτή η διαδικασία αλλάζει τον προσανατολισμό των Ενόπλων Δυνάμεων στρέφοντάς τες και προς το εσωτερικό, με λογικές που επαναφέρουν το δόγμα περί «εχθρού λαού». Μια ειδική εκδήλωση αυτού του εσωτερικού προσανατολισμού των Ενόπλων Δυνάμεων είναι η εμπλοκή τους στην ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό συγκροτείται και ειδικός κλάδος του ΓΕΕΘΑ, στον οποίο θα υπάγεται στρατιωτικός μηχανισμός με αποστολή την εσωτερική ασφάλεια, που θα διαθέτει δύναμη τουλάχιστον 7.000 ανδρών.

Χαρακτηριστικό της σπουδής με την οποία έσπευσε η ελληνική κυβέρνηση να εναρμονιστεί με τις νέες αμερικανικές κατευθύνσεις είναι ότι περίπου δέκα μέρες μετά τις 11 του Σεπτέμβρη 2001, συνήλθε το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ) υπό την προεδρία του πρωθυπουργού και έβαλε στον πυρήνα του νέου αμυντικού δόγματος - μέσω της λεγόμενης Αμυντικής Στρατηγικής Αναθεώρησης - την αντιμετώπιση από τις Ενοπλες Δυνάμεις των «στρατιωτικού χαρακτήρα τρομοκρατικών ενεργειών» και αναγόρευσε τις Ενοπλες Δυνάμεις σε εγγυητή της «ασφάλειας, της ειρήνης και της σταθερότητας», κηρύσσοντας τη λεγόμενη τρομοκρατία σε «εθνική απειλή», για την απόκρουση της οποίας θα προετοιμάζονται οι Ενοπλες Δυνάμεις. Για να χρησιμοποιηθούν, σε τελική ανάλυση, ενάντια στον αγωνιζόμενο λαό.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις που έγιναν τότε από το υπουργείο Αμυνας, «η Αμυντική Στρατηγική Αναθεώρηση βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τις διακηρύξεις της κυβέρνησης. Βασίζεται στις ανάγκες της εξωτερικής μας πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας στο νέο στρατηγικό περιβάλλον που βιώνουμε. Στηρίζεται στις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων, διορθώνει τις αδυναμίες και θέτει ένα πλαίσιο για μια αναλυτική διαδικασία εκσυγχρονισμού, η οποία: Προσφέρει ισχυρή άμυνα και μακροπρόθεσμη ασφάλεια. Συμβαδίζει με τις εθνικές και τις απορρέουσες από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση υποχρεώσεις μας. Προβάλλει τα ευρύτερα διεθνή μας ενδιαφέροντα σε θέματα ασφάλειας».

Ειδικότερα για το θέμα της τρομοκρατίας και την ένταξή της στις απειλές που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι Ενοπλες Δυνάμεις, αναφέρεται: «Μέχρι τώρα, οι υποθέσεις τρομοκρατίας και όλες οι ασύμμετρες απειλές ουσιαστικά ήταν αντικείμενο αστυνομικής αντιμετώπισης. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, τη διαπιστωμένη νέα μορφή εμφάνισης, που πήρε ουσιαστικά χαρακτήρα στρατιωτικής επιχείρησης, πολεμικού χαρακτήρα, απαιτείται αντιμετώπιση ευρυτάτης εμβέλειας. Εκεί επάνω στηρίχτηκε και η απόφαση των κρατών-μελών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα εξέφρασε αυτή την αλληλεγγύη και συγχρόνως συμμετέχουμε σε ευρύτατη συμμαχία, η οποία έχει σκοπό να προωθήσει μια ολοκληρωμένη, αποτελεσματική πολιτική υπεράσπισης της ζωής, της ευημερίας, των δικαιωμάτων των ανθρώπων».

Ο τότε υπουργός Αμυνας, Α. Τσοχατζόπουλος, στην παρουσίαση του νέου αμυντικού δόγματος στις 27 του Σεπτέμβρη 2001, είχε αναφέρει: «Είναι συμφέρον του ελληνικού λαού, της Ελλάδας, να συμμετέχουμε στη διαμόρφωση μιας ευρύτατης εμβέλειας και σημασίας νέας πολιτικής άμυνας και ασφάλειας απέναντι και σε αυτού του είδους νέες απειλές. Επομένως και η Αμυντική Στρατηγική Αναθεώρηση προσδιορίζει, με κατευθύνσεις φυσικά ακόμα, τον τρόπο που και οι Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας μας θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση αυτής της νέας τρομοκρατίας».

Ολη η Ελλάδα μια βάση - ΝΑΤΟικό ορμητήριο
Οι αμερικανοΝΑΤΟικές βάσεις που είναι εγκαταστημένες στην Ελλάδα αποτελούν ένα σημαδιακό σταυροδρόμι, το οποίο χαράζει ανεξίτηλα την ιστορία του τόπου και απειλεί το μέλλον του ελληνικού λαού.

Είναι το μόνιμο ορμητήριο του ιμπεριαλισμού, αλλά και ένα «μνημείο» εναγκαλισμού της άρχουσας τάξης της Ελλάδας με τα γεράκια των ΗΠΑ. Εδώ και μισό αιώνα λειτουργούν και συνεχίζουν να λειτουργούν, να επεκτείνονται και να εκσυγχρονίζονται. Η εγκατάσταση και η παρουσία των βάσεων συνδέεται άμεσα με όλες τις μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο εσωτερικό της χώρας και τη γύρω περιοχή, αλλά και με το ρόλο που έχει ανατεθεί σήμερα στην Ελλάδα, στα πλαίσια της νέας ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων.

Στην υπόθεση των βάσεων συναντώνται η εξάρτηση της άρχουσας τάξης της Ελλάδας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και η μετατροπή της χώρας σε πολεμικό ορμητήριο, με την πολιτική των επεμβάσεων σε διάφορες χώρες του πλανήτη και τα τυχοδιωκτικά σχέδια της «νέας τάξης». Πρόκειται για μια παλιά ιστορία, που παραμένει πάντα επίκαιρη και τα τελευταία χρόνια απέκτησε νέα επικαιρότητα. Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, που οι βάσεις, στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων κατά του Αφγανιστάν, τέθηκαν σε πολεμική ετοιμότητα, αλλά και προηγουμένως κατά τη διάρκεια των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας. Και είναι σε διαρκή επιφυλακή ενόψει του καινούργου πολέμου που ετοιμάζονται να εξαπολύσουν οι Αμερικάνοι κατά του Ιράκ.

Σε πολεμική ετοιμότητα
Ειδικά μετά τις 11 Σεπτέμβρη, οι αμερικανοΝΑΤΟικές βάσεις στη χώρα μας, τέθηκαν σε ύψιστο βαθμό πολεμικής ετοιμότητας, καθώς η κινητοποίηση αποσκοπούσε τόσο στην υποστήριξη των πολεμικών επιχειρήσεων όσο και στην προστασία των ίδιων των εγκαταστάσεων, αφού χαρακτηρίστηκαν πιθανοί στόχοι τρομοκρατικών χτυπημάτων, στα οποία προσδόθηκαν χαρακτηριστικά πολεμικών πληγμάτων.

Εξάλλου, η Ελλάδα με την ενεργοποίηση του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ τέθηκε κατ' ουσία σε εμπόλεμη κατάσταση. Να σημειωθεί ακόμα πως για πρώτη φορά τόσο απροκάλυπτα ελληνική κυβέρνηση προσφέρει τις βάσεις και το ελληνικό έδαφος στη διάθεση των Αμερικανών. Σε τέτοια έκταση δεν είχε γίνει ούτε στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967.

Οι ΗΠΑ με την έναρξη των βομβαρδισμών κατά του Αφγανιστάν απαίτησαν και τους διατέθηκε ο ελληνικός εναέριος χώρος για τη διέλευση των αεροσκαφών τους, μεταγωγικών και μαχητικών. Αλλωστε η ελληνική κυβέρνηση προσφέρθηκε για κάθε είδους διευκόλυνση και συμμετοχή. Σε πολεμική κινητοποίηση τέθηκαν η αεροναυτική βάση της Σούδας και η βάση του Ακτιου, που αποτελεί προκεχωρημένη βάση εξόρμησης των ιπταμένων ραντάρ (ΑΒΑΚΣ). Στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών τέθηκαν άμεσα και τα ραντάρ της Πολεμικής Αεροπορίας, από τα οποία παρέχεται κατευθείαν εικόνα στα ΝΑΤΟικά επιτελεία μέσω του αεροπορικού στρατηγείου της Νάπολης.

Την ίδια ώρα το ΝΑΤΟικό περιφερειακό στρατηγείο της Λάρισας συμμετείχε ενεργά στην πολεμική κινητοποίηση. Και αυτό ένα είδος ΝΑΤΟικής βάσης είναι. Αλλά και μέρος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων τέθηκε στη διάθεση του ΝΑΤΟ. Συγκεκριμένα, το Β' Σώμα Στρατού, που εδρεύει στη Βέροια (υπάγονται όλες οι μονάδες των Ειδικών Δυνάμεων και η 32η Ταξιαρχία Πεζοναυτών), το οποίο έχει μετεξελιχθεί σε Δύναμη Ταχείας Επέμβασης, ήταν και παραμένει στη διάθεση του ΝΑΤΟ. Το ίδιο και το Γ' Σώμα Στρατού, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, το επιτελείο του οποίου μετεξελίχθηκε και αυτό σε ΝΑΤΟικό στρατηγείο. Από το Πολεμικό Ναυτικό τα πλοία που συμμετέχουν στη Μόνιμη Δύναμη Μεσογείου του ΝΑΤΟ εντάχθηκαν αυτόματα στον πολεμικό μηχανισμό, ενώ συνολικά 10 πολεμικά πλοία τέθηκαν στη διάθεση του ΝΑΤΟ. Από την Πολεμική Αεροπορία, εκτός από τα αεροδρόμια και τα ραντάρ, τέθηκε στη διάθεση του ΝΑΤΟ και μια μοίρα 20 μαχητικών αεροσκαφών τύπου «F-16».

Περισσότερες βάσεις μετά την... απομάκρυνση
Επειδή για κάποιους οι βάσεις έχουν... φύγει από την Ελλάδα, είναι χρήσιμο να περιγράψουμε ποιες είναι αυτές. Χαρακτηριστικό είναι ότι σήμερα, μετά την... απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων, η Ελλάδα έχει περισσότερες βάσεις από ποτέ άλλοτε, αφού όλη η χώρα είναι ένα μεγάλο ορμητήριο των Αμερικανών και των άλλων ΝΑΤΟικών συμμάχων. Χρησιμοποιούν, κατά βούληση και σύμφωνα με τις επιχειρησιακές τους ανάγκες, οποιαδήποτε εγκατάσταση υπάρχει επί του ελληνικού εδάφους. Η εμπειρία των ΝΑΤΟικών επιδρομών κατά της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και η τελευταία, του πολέμου κατά του Αφγανιστάν, το επιβεβαιώνουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο.

Σήμερα υπάρχει επίσημα επί του ελληνικού εδάφους μόνο μία αμερικανική βάση, η υπέρ-βάση της Σούδας, όπου έχουν συγκεντρωθεί οι δραστηριότητες και των άλλων αμερικανικών βάσεων που έκλεισαν (Ν. Μάκρη, Ελληνικό, Γούρνες). Η βάση αυτή είναι η μόνη που διέπεται από το καθεστώς το οποίο καθορίζει η οκταετούς ισχύος ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις, που μπήκε σε ισχύ το 1990 και συνεχίζει να είναι σε ισχύ και σήμερα με ετήσιες ανανεώσεις.
Κόμβος η Σούδα

Η βάση της Σούδας, εξάλλου, εντάσσεται, σύμφωνα με τις πρόσφατες κυβερνητικές δηλώσεις, στις «επιχειρησιακές διευκολύνσεις» που παρέχει η Ελλάδα στα αμερικανικά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη τα οποία πήραν μέρος στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Η προσφορά της βάσης της Σούδας στην εξυπηρέτηση των αμερικανικών σχεδίων είναι ιδιαίτερα σημαντική και αναντικατάστατη.

Η Κρήτη, στην καρδιά της Μεσογείου, προσφέρεται ως το βασικότερο στήριγμα του 6ου Στόλου και άλλων μονάδων για επιχειρήσεις σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Επίσης, η Σούδα συνδέεται επιχειρησιακά με τις αγγλικές βάσεις της Κύπρου και κατέχει στρατηγική θέση στους σχεδιασμούς των Αμερικανών για την ευρύτερη περιοχή. Μαζί δε με τις εγκαταστάσεις ραντάρ στη Ζήρο της Κρήτης αποτελεί έναν ενιαίο ιστό με τη βάση στο Ιντσιρλίκ της Τουρκίας και τις αμερικανικές βάσεις στη Γερμανία.

Η Σούδα αποτελεί ναυτική και αεροπορική βάση για τις αμερικανικές δυνάμεις, που βρίσκονται στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Δεν είναι απλά μια ξένη βάση σε ελληνικό έδαφος, αλλά έχει χαρακτήρα αμερικανικού εδάφους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο παράρτημα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας υπάρχει συγκεκριμένη διατύπωση, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στους Αμερικανούς να αποβιβάζουν στο νησί τμήματα πεζοναυτών, που προορίζονται για επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Ηδη στη Σούδα και μετά τις 11 του Σεπτέμβρη μεταφέρθηκαν Αμερικανοί πεζοναύτες για τη φύλαξη των εγκαταστάσεων.

Οι... «διευκολύνσεις»
Οι υπόλοιπες βάσεις έχουν βαφτιστεί «ΝΑΤΟικές διευκολύνσεις» και η λειτουργία τους δε διέπεται από κάποιο ιδιαίτερο καθεστώς, καθώς οι διευκολύνσεις αυτές αποτελούν υποχρέωση της Ελλάδας έναντι της συμμαχίας στην οποία ανήκει. Δηλαδή, οι βάσεις δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή, αλλά όλη η χώρα και οι Ενοπλες Δυνάμεις της είναι στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, βάσεις του ΝΑΤΟ αποτελούν κατά περίπτωση και όλα τα λιμάνια και αεροδρόμια της χώρας. Ολη η Ελλάδα είναι μια βάση εξόρμησης για την επιβολή των τυχοδιωκτικών σχεδίων της «νέας τάξης πραγμάτων» στην περιοχή.
Συνεχής προσφορά

Οι αμερικανο-ΝΑΤΟικές βάσεις στην Ελλάδα και ειδικότερα η βάση της Σούδας, έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν ρόλο υποστήριξης των πολεμικών επιδρομών κατά λαών της περιοχής. Κατά τον πρόσφατο πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, η βάση ήταν σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας και εξυπηρετούσε τις επιχειρησιακές ανάγκες του ΝΑΤΟ, λειτουργώντας είτε ως κατασκοπευτικό είτε ως επιχειρησιακό κέντρο για την εκτέλεση των ΝΑΤΟικών αεροπορικών επιδρομών. Τέτοιο ρόλο έπαιξε και στη διάρκεια των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά των Σέρβων της Βοσνίας, πριν από την επιβολή της συνθήκης του Ντέιτον. Επίσης, και κατά την επιδρομή των ΗΠΑ ενάντια στη Λιβύη το 1986, κατά την περίοδο της επίθεσης στον Περσικό Κόλπο το 1991.

Ανάλογη πολεμική ετοιμότητα επέδειξε η βάση της Σούδας και οι άλλες αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα την περίοδο του Πολέμου των 6 ημερών στη διώρυγα του Σουέζ, κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο, το 1973, στην επιδρομή των Ισραηλινών στο Λίβανο. Να θυμίσουμε ακόμα το ρόλο των αμερικανικών βάσεων κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, οι ΗΠΑ από τις βάσεις τους συνέβαλαν στην εξουδετέρωση κάθε ελληνικής αντίδρασης και επομένως στην επιτυχία της εισβολής. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ο αποπροσανατολισμός ελληνικών βομβαρδιστικών που απογειώθηκαν από την Κρήτη και τελικά αναγκάστηκαν να αδειάσουν τις βόμβες τους στη θάλασσα.

Αφιέρωμα του "Ριζοσπάστη" με τίτλο "50 χρόνια στο άρμα του Βορειοατλαντικού Συμφώνου", 11 ως 18 Αυγούστου 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου