Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Η πάλη του ΚΚ Βενεζουέλας ενάντια στον οπορτουνισμό

Η πάλη του ΚΚ Βενεζουέλας ενάντια στον οπορτουνισμό

I

Στα ογδόντα και πλέον χρόνια ύπαρξής του, το ΚΚ Βενεζουέλας (ΚΚΒ), όπως και πολλά άλλα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα στον κόσμο, χρειάστηκε σε αρκετές περιπτώσεις να αντιμετωπίσει τόσο το δεξιό οπορτουνισμό όσο και τον ομογάλακτό του, τον αριστερό οπορτουνισμό. Ήδη η Πρώτη Διεθνής Συνδιάσκεψή μας, τον Αύγουστο του 1937, σημαδεύτηκε από αυτή την πάλη που εκδηλώθηκε τότε ως σύγκρουση μεταξύ αυτών που υπερασπίζονταν την ανάγκη να δώσουν στο Κόμμα τη δικιά του οργανωτική δομή και να σταθεί στη χώρα ως προλεταριακή οργάνωση με ανεξάρτητο πρόγραμμα και δράση και εκείνων που πρότειναν, χωρίς επιτυχία, από δεξιά οπορτουνιστική θέση, να εγκαταλειφθεί η δημιουργία του Κόμματος και να διαλυθεί στους κόλπους φιλελεύθερων αστικών και μικροαστικών πολιτικών οργανώσεων της εποχής.[1]

Από το 1941 έως το 1945 οι κομμουνιστές της Βενεζουέλας υπέστησαν μια νέα δεξιά οπορτουνιστική παρέκκλιση που προωθούσε την ταξική συνεργασία και η οποία ενισχύθηκε το 1943 με την υιοθέτηση του λικβινταριστικού δόγματος, παγκοσμίως γνωστού ως «μπραουντερισμού». Η επιρροή και η εξάπλωση αυτού του δόγματος, με πολύ σοβαρές επιπτώσεις σε διάφορες χώρες της Λατινική Αμερικής, ευνοήθηκε στη Βενεζουέλα από την προσέγγιση της τότε κυβέρνησης (προεδρία του Ησαΐας Μεδίνα) διάφορων προοδευτικών και επαναστατικών τμημάτων από το 1942 και από τη διαλυτική κατάσταση που υπήρχε εκείνη την εποχή στις γραμμές των κομμουνιστών. Αυτή η κατάσταση ουσιαστικά επιλύθηκε το Δεκέμβρη του 1946 με την πραγματοποίηση του Πρώτου Συνεδρίου μας, του λεγόμενου Συνεδρίου της «Ενότητας», που κατάφερε να ενοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τις κομμουνιστικές ομάδες της εποχής υπό την ονομασία που έχει διατηρήσει το Κόμμα μας από τότε, δημοσιεύοντας μια δριμεία κριτική στον «μπραουντερισμό» και την ταξική συνεργασία.[2]

Ο οπορτουνισμός, με τη γενική έννοια του όρου, μπορεί να οριστεί ως μια οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική, το πρόγραμμα ή τις θεωρητικές αντιλήψεις των επαναστατικών κομμάτων και των εργατικών κινημάτων, που προκύπτει από την επίδραση των γεγονότων ή περιστάσεων, που τα απομακρύνει αντικειμενικά από τα ιστορικά συμφέροντα και τις στρατηγικές ανάγκες της ίδιας της εργατικής τάξης και τα οδηγεί σε ταύτιση με τα συμφέροντα και τις ανάγκες μη προλεταριακών στρωμάτων και τάξεων της κοινωνίας (ιδιαίτερα των αστών και των μικροαστών). Όπως έχει επισημανθεί ήδη αρκετές φορές, οι παραλλαγές του οπορτουνισμού διαφέρουν μεταξύ τους, κυρίως λόγω των στρωμάτων και των τμημάτων της αστικής τάξης και των μικροαστών από τα οποία προέρχονται και πίσω από τα οποία επιδιώκουν να σύρουν το εργατικό και επαναστατικό κίνημα.[3]

Στην περίπτωση της Βενεζουέλας αυτός ο κανόνας ίσχυσε κανονικά σε αξιοσημείωτο βαθμό και καθώς όλα αυτά τα χρόνια διάφορα μικροαστικά τμήματα, διανοούμενοι και επαγγελματίες είχαν πολύ ισχυρή παρουσία στη σύνθεση των γραμμών του Κόμματός μας, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι είχαμε επανειλημμένα εκδηλώσεις του οπορτουνισμού, τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού. Η πιο σοβαρή και καταστροφική εκδήλωση αριστερού οπορτουνισμού, τη δεκαετία του 1960, οδήγησε τελικά στη διάσπαση του Κόμματός μας και στην εμφάνιση του λεγόμενου Κινήματος για το Σοσιαλισμό (MAS), στο οποίο θα αφιερώσουμε ορισμένες παραγράφους.

Ωστόσο και ο δεξιός οπορτουνισμός εμφανίστηκε στην οργάνωσή μας και στον περίγυρό της, όχι μόνο -όπως αναφέραμε- κατά τη Συνδιάσκεψη του 1937 και στη δεκαετία του 1940, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, με πιο πρόσφατη το 2006-2007, όταν αντιμετωπίσαμε και νικήσαμε μια νέα εκδήλωση λικβινταρισμού που επεδίωξε για ακόμα μια φορά, όπως σε εκείνη την ιστορική Συνδιάσκεψη, να διαλύσει το Κόμμα και να το ενσωματώσει σε άλλη οργάνωση με πολυταξικά χαρακτηριστικά και μικροαστικό προσανατολισμό. Το μόνο που κατάφερε ήταν μια σχετικά μικρή αποχώρηση. Θα δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή και σε αυτό το πρόσφατο γεγονός, όχι τόσο για το ποσοτικό του βάρος όσο για τη σημασία του στην ερμηνεία και την ανάλυση της εθνικής πολιτικής επικαιρότητας.

Επίσης, θα συζητήσουμε εν συντομία ορισμένες άλλες εκδηλώσεις οπορτουνισμού που έχουμε αντιπαλέψει και θα συνεχίσουμε να αντιπαλεύουμε σε άλλες οργανώσεις δήθεν «επαναστατικές» ή «προοδευτικές», τις οποίες χρειάζεται να καταγγέλλουμε και να αποκαλύπτουμε για να αποφευχθεί η ιδεολογική σύγχυση και ο πολιτικός αποπροσανατολισμός της εργατικής τάξης και του λαού γενικά.

II

Η δεκαετία του 1960 ξεκίνησε για τη χώρα μας μέσα σε ένα κλίμα γεμάτο δυνατότητες και απειλές. Μετά την ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας το Γενάρη του 1958 ως αποτέλεσμα της πετυχημένης και τολμηρής πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΒ που οδήγησε σε μια γνήσια λαϊκή εξέγερση, η πολιτική κατάσταση οδηγήθηκε ραγδαία σε αποσύνθεση. Οι ελπίδες που δημιούργησε η λαϊκή νίκη επί της δικτατορίας προδόθηκαν σχεδόν αμέσως από τη λεγόμενη «Συμφωνία του Πούντο Φίχο», μέσω της οποίας τα κόμματα της δεξιάς (το σοσιαλδημοκρατικό AD και το χριστιανοδημοκρατικό COPEI, σε συνεργασία με το URD ως μικρότερο εταίρο), συμφώνησαν στον αποκλεισμό των κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών και λαϊκών δυνάμεων από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, συμφωνία που αργότερα οδήγησε στο σχηματισμό ενός δικομματικού συστήματος για την προστασία των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αστικής τάξης με την οποία συνδέονται.

Το διάστημα 1962-1967 το ΚΚΒ ανέπτυξε την τακτική του ένοπλου αγώνα ως απάντηση στις αντιπατριωτικές και αντιλαϊκές κυβερνήσεις που προέκυψαν από αυτή τη Συμφωνία. Παραλείποντας να αναφερθούμε αυτή τη στιγμή στα λάθη που έκανε το Κόμμα σχετικά με τις πολιτικές αποφάσεις που οδήγησαν στην ένοπλη πάλη ή σε όσα διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στη στρατιωτική καθοδήγηση της δράσης αλλά και ιδιαίτερα στην πολιτική καθοδήγηση, το 1965 ήταν πλέον απολύτως σαφές ότι στη χώρα δεν υπήρχαν οι συνθήκες για την επιτυχή ανάπτυξη μιας τέτοιας τακτικής και αυτό το γνώριζε μεγάλο μέρος της Κεντρικής μας Επιτροπής. Συζητιόνταν τότε οι πιθανότητες για μια ομαλή στρατιωτική υποχώρηση και για την επανένταξη του Κόμματός μας στην εθνική πολιτική ζωή.[4]

Όμως αυτή η συζήτηση εμποδίστηκε από την εκδήλωση του φραξιονισμού στις γραμμές μας που επεδίωκε την αυτονομία του στρατού και την υπεροχή του σε σχέση με τη συλλογική πολιτική ηγεσία. Οι προσωπικές φιλοδοξίες για εξουσία ορισμένων στρατιωτικών διοικητών (ιδιαίτερα του Ντάγκλας Μπράβο), οι οποίες τροφοδοτούνταν από τις τυχοδιωκτικές αριστερές θέσεις ορισμένων που επέμεναν στη δυνατότητα μιας στρατιωτικής νίκης (Τεόδορο Πέτκοφ, Φρέντι Μουνιός), διαμόρφωσαν μια πολύ περίπλοκη κατάσταση στο Κόμμα μας που καθυστέρησε για πάνω από δύο χρόνια την τελική απόφαση για τη στρατιωτική υποχώρηση.

Εκείνη την εποχή οι οπορτουνιστές από αριστερές μικροαστικές θέσεις, χαρακτηριστικές της ριζοσπαστικής διανόησης, προωθούσαν στις γραμμές μας την εμπειρία του κουβανέζικου αντάρτικου ως παράδειγμα προς μίμηση, αλλά αφηρημένα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές συνθήκες που υπάρχουν στη Βενεζουέλα και -το πιο σημαντικό- χωρίς οργανική σύνδεση με το λαό και ιδιαίτερα με την εργατική τάξη. Είναι ενδεικτικό ότι ταυτόχρονα με τη στρατιωτική εκτροπή διαμορφώθηκε μια κατάσταση σχεδόν πλήρους εγκατάλειψης της δουλειάς του Κόμματος στο συνδικαλιστικό μέτωπο και υποτίμησης της δουλειάς της οργάνωσης των αγροτών που δεν είχε άμεση σχέση με τη στρατιωτική δραστηριότητα:

«…στην Ηγεσία του Κόμματος επικράτησε μια υποτίμηση της συνδικαλιστικής δουλειάς και στην πράξη βγήκε το συμπέρασμα ότι δεν άξιζε τον κόπο να αφιερώνονται ούτε υλικοί ούτε ανθρώπινοι πόροι στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και γενικά σε οποιαδήποτε δουλειά με τις μάζες που δεν ήταν ένοπλη.

Για κάποια χρόνια τη δεκαετία του 1960 συνδικαλιστικά στελέχη του ΚΚΒ ήταν στο περιθώριο και θεωρούνταν περιττοί για την επαναστατική νίκη που αναμενόταν να κατακτηθεί αποκλειστικά μέσα από το δρόμο της ένοπλης πάλης»[5].

Τα χειρότερα από τη στρατιωτική εκτροπή αντιμετωπίστηκαν με την αποπομπή του Μπράβο και άλλων, οι οποίοι ίδρυσαν τότε το λεγόμενο Βενεζολάνικο Επαναστατικό Κόμμα (PRV), που πλέον δεν υπάρχει. Άλλα στοιχεία ωστόσο συνέχισαν να τροφοδοτούν στις γραμμές μας τον αριστερό τυχοδιωκτισμό και να βάλλουν κατά της ενότητας της οργάνωσής μας. Η παράταση αυτής της κατάστασης δημιούργησε τις συνθήκες, το πρόσφορο έδαφος, ώστε να αναπτυχθεί ένας νέος φραξιονισμός που εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας.

Η απόφαση της στρατιωτικής υποχώρησης πάρθηκε τελικά από την 8η Έκτακτη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, τον Απρίλη του 1967, όπου προσδιορίστηκαν οι γενικές κατευθύνσεις του ΚΚΒ σχετικά με την ένοπλη πάλη που επικυρώθηκαν από τότε ξανά και ξανά, το 1980 ενσωματώθηκαν στο Πρόγραμμα του Κόμματος και ισχύουν μέχρι σήμερα. Υπερασπιζόμαστε και τιμάμε την ηρωική θυσία εκατοντάδων αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους εκείνα τα χρόνια, των χιλιάδων που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εκδιώχθηκαν και αναγνωρίζουμε ως θεμιτή την ένοπλη τακτική του λαού όταν το απαιτούν οι συνθήκες, αλλά προσπαθούμε πάντα να προωθούμε την ανάπτυξη των στρατηγικών μας στόχων με όσο γίνεται λιγότερο τραυματικούς τρόπους και για το λόγο αυτό κερδίζουμε ολοένα κι ευρύτερη λαϊκή στήριξη:

«Το ΚΚΒ θα προσπαθήσει οι αντιιμπεριαλιστικοί, αντιμονοπωλιακοί, αντιολιγαρχικοί, δημοκρατικοί και λαϊκοί μετασχηματισμοί, καθώς και η μετάβαση της Βενεζουέλας στο σοσιαλισμό να γίνουν με τις λιγότερες θυσίες. Γι’ αυτό θα βασιστούμε στην οργάνωση των εργαζόμενων, συσπειρώνοντας όσες δυνάμεις είναι εφικτό, ώστε να εκφράζεται η βούληση του λαού μας, καθιστώντας αδύναμο τον εχθρό και αποφεύγοντας τις προκλήσεις. Δε θα διστάσουμε όμως να χρησιμοποιήσουμε τις πιο ανεβασμένες μορφές πάλης στην προσπάθεια να νικήσουμε για τους εργαζόμενους και το λαό, για να υπερασπιστούμε τις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις, αν η άρχουσα τάξη χρησιμοποιήσει την απάτη και την αντεπαναστατική και φασιστική βία για τα ιδιοτελή συμφέροντά της, παραβιάζοντας τη λαϊκή βούληση»[6].

Το 1969, όταν ξεκινούσε η διαδικασία προετοιμασίας και συζήτησης του 4ου Εθνικού Συνεδρίου του Κόμματος, αυτοί που τα προηγούμενα χρόνια είχαν προβάλει πιο έντονα τις οπορτουνιστικές θέσεις τελικά ανακοίνωσαν τη ρήξη τους με το ΚΚΒ. Οι «διαφωνούντες», αντί να εξηγήσουν και να υπερασπιστούν τις απόψεις τους στις οργανώσεις τους κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που μόλις είχαν αρχίσει, ξεκίνησαν μια δημόσια εκστρατεία επίθεσης ενάντια στο Κόμμα, ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ενάντια στο λενινισμό.[7]

Όταν ξεκίνησε το 4ο Εθνικό Συνέδριο, το Γενάρη του 1971, ήδη αρκετές βδομάδες ο Πομπέγιο Μάρκες, ο Πέτκοφ, ο Ελόι Τόρρες, ο Μουνιός και ο Αλφρέντο Μανέιρο, μεταξύ άλλων, είχαν εγκαταλείψει τις γραμμές μας και είχαν ξεκινήσει να οργανώνουν ένα νέο Κόμμα, το Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS), που παρουσιάστηκε αρχικά ως υπερασπιστής των γνήσιων κομμουνιστικών θέσεων και μάλιστα διεκδικούσε την ονομασία «Βενεζολάνικη Κομμουνιστική Δύναμη». Λόγω του κύρους που είχαν αυτοί οι ηγέτες, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων ή των λιγότερο έμπειρων μελών, η αποσκίρτηση αυτή μας προκάλεσε πολύ μεγάλη ζημιά, κυρίως στις γραμμές της Κομμουνιστικής Νεολαίας Βενεζουέλας (JCV) που μειώθηκε σημαντικά, αλλά και στους διανοούμενους και στους επαγγελματίες.[8]

Το 4ο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ και η Κεντρική Επιτροπή που εξελέγη εξαπέλυσαν αμέσως αντεπίθεση με σκοπό να δείξουν τον πραγματικό χαρακτήρα της νέας οργάνωσης, που ήταν αδυσώπητα καταδικασμένη λόγω των ιδεολογικών της ταλαντεύσεων, της σύνθεσης, της δομής και της εσωτερικής δυναμικής της, να παρεκκλίνει και να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις δήθεν αριστερές θέσεις της:

«Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο ή πρωτότυπο στις προτάσεις τους (των διαφωνούντων). Και όλα αυτά τα κηρύγματα, αυτός ο υποτιθέμενος “νέος τρόπος να είναι κανείς σοσιαλιστής” δεν είναι παρά προπέτασμα καπνού για να κρύψει αυτό που στην πραγματικότητα είναι μια διάχυση προς τη δεξιά. Η πρακτική τους από το 1970 μέχρι σήμερα δείχνει ότι αυτός είναι ο δρόμος που έχουν πάρει. Και από εκεί κατευθύνονται αναπόφευκτα προς το γκρεμό»[9].

Οι μετέπειτα εξελίξεις δικαίωσαν το Κόμμα μας: όλα αυτά τα χρόνια οι λεγόμενοι «νέοι κομμουνιστές» επέκριναν αρχικά τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», σχεδόν αμέσως απαρνήθηκαν το λενινισμό (και την ονομασία «Κομμουνιστική Δύναμη»), έπειτα αυτό που ονόμαζαν «ορθόδοξο μαρξισμό», αργότερα συνολικά το μαρξισμό και τέλος οποιαδήποτε μορφή πραγματικού σοσιαλισμού. Σήμερα, από εκείνο το MAS έχει απομείνει μόνο το όνομα, με το οποίο δε συνάδει η συγκεκριμένη πολιτική πρακτική του που μάλιστα το έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια να συμμαχήσει με τη φασιστική δεξιά στην προσπάθειά του να εκτροχιάσει τη διαδικασία της εθνικής απελευθέρωσης της χώρας μας που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 1999.

Κατά το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1970 και το πρώτο εξάμηνο της δεκαετίας του 1980 το Κόμμα μας χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πολλές εκδηλώσεις οπορτουνισμού, παρότι καμία δεν ήταν τόσο σοβαρή και επιζήμια όσο αυτές που προαναφέρθηκαν. Το διάστημα 1971-1974 τα απομεινάρια των φραξιονιστικών ομάδων που είχαν μείνει στις γραμμές μας, καθώς και άλλα στοιχεία που συμφωνούσαν μαζί τους στην πράξη, αντιμετωπίστηκαν με ένα εσωτερικό περιβάλλον μεγαλύτερης πειθαρχίας, με ενισχυμένη οργανωτική ζωή και ένα Κόμμα ειλικρινά αποφασισμένο να διορθωθεί και να προλεταριοποιηθεί εκ νέου, σύμφωνα με τις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου:

«…η τελευταία κρίση καταδεικνύει την ανάγκη να προλεταριοποιείται όλο και περισσότερο η Ηγεσία μας, για αυτό και είναι απαραίτητο να αυξηθεί ο αριθμός των εργατών και των αγροτών στη θέση του καθοδηγητή […] ως η καλύτερη εγγύηση ότι το Κόμμα θα παραμείνει σε εγρήγορση για να απορρίψει τις ιδεολογικές και οργανωτικές λαθροχειρίες όσων προέρχονται από άλλες κοινωνικές τάξεις και συχνά έρχονται στην ηγεσία του ΚΚΒ όχι για να βοηθήσουν την εργατική τάξη αλλά για να αλλάξουν την πορεία της εξέλιξής του…»[10].

Υπό αυτές τις εσωτερικές συνθήκες που δυσκόλευαν το ενδεχόμενο να διαταραχθεί ξανά η ζωή της οργάνωσης, οι καθυστερημένες περιπτώσεις άρχισαν να παραμερίζονται είτε μεμονωμένα είτε σε μικρές ομάδες, με σχετικά μικρές συνέπειες. Άλλες μικρότερες ομάδες εγκατέλειψαν το Κόμμα μας και τη Νεολαία στα μέσα της δεκαετίας του 1980 (λίγο πριν και λίγο μετά το 7ο Εθνικό Συνέδριό μας το 1985) με συνέπειες που είχαν ακόμα μικρότερη σημασία.


III

Οι αιτίες που προκάλεσαν την αποδυνάμωση και τη μακροχρόνια φθορά του ΚΚΒ από το 1988 ως το 1998 ήταν κυρίως εκτός του Κόμματος και της χώρας μας. Ήταν τα χρόνια της κρίσης και της επακόλουθης ανατροπής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου στην Κεντρική Ευρώπη και την Ευρασία και ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση, το βασικό σημείο αναφοράς για το Κόμμα μας από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, το 1931.

Ωστόσο, το ΚΚΒ συνέχισε τη δράση του και ύψωσε τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές της κρίσης, όταν υπήρχε μεγάλη πίεση από τις οπορτουνιστικές δυνάμεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για να μετατρέψουν το Κόμμα μας σε «μετακομμουνιστική» οργάνωση στο στυλ αυτών που εμφανίστηκαν εκείνα τα χρόνια και σε άλλες χώρες. Παρά το γεγονός ότι μειωνόμασταν και συρρικνωνόμασταν συνεχώς, προβάλαμε με μεγάλο θάρρος και πεποίθηση το σύνθημα «Ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να είναι η ελπίδα των λαών!», τη στιγμή που οι θεωρητικοί του παγκόσμιου καπιταλισμού γιόρταζαν το «τέλος της ιστορίας» και τη δήθεν τελική νίκη του εκμεταλλευτικού συστήματος.

Από αυτό τον κατήφορο μας έβγαλε η πτώχευση του δικομματικού συστήματος και του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου της χώρας μας. Η εξέλιξη της εθνικής ιστορίας έδειξε εν τέλει ότι οι προειδοποιήσεις μας ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και η έντονη αντίθεσή μας στο δικομματισμό για τέσσερις δεκαετίες ήταν σωστές. Ξεκινάει λοιπόν το 1999 η διαδικασία της εθνικής απελευθέρωσης με επικεφαλής τον Ούγκο Τσάβες, παράλληλα με τη σταδιακή ανάκαμψη του Κόμματός μας. Τότε όμως ξεκίνησε κι ένας νέος γύρος καταπολέμησης των αριστερών και δεξιών παρεκκλίσεων, τόσο μέσα όσο και έξω από τις γραμμές μας.

Με απόφαση της 10ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1998 το ΚΚΒ ήταν το πρώτο κόμμα που στήριξε επίσημα την προεδρική υποψηφιότητα του Τσάβες και σήμερα είναι το μοναδικό μέλος της αρχικής συμμαχίας (όπου συμμετείχε το MAS και άλλες προσωπικότητες και πρώην κομμουνιστικές οργανώσεις που είχαν αποχωρήσει από το Κόμμα μας κατά τη διάρκεια των γεγονότων που περιγράψαμε παραπάνω) που συνεχίζει να τον στηρίζει. Αυτή η στήριξη όμως δε δίνεται ούτε άκριτα ούτε μηχανικά. Από την αρχή της διακυβέρνησης του Προέδρου Τσάβες, το Κόμμα μας έθιξε με σύνεση, ευγένεια αλλά και σταθερότητα, τις πολιτικές και ιδεολογικές παρεκκλίσεις του Προέδρου και του περίγυρού του.

Ο Πρόεδρος, αρχικά υπέρμαχος ενός γενικού και αόριστου εθνικοπατριωτισμού, ταλαντευόταν τα τελευταία χρόνια μεταξύ του λεγόμενου «τρίτου δρόμου», ενός λαθεμένου μπολιβαριανισμού, ορισμένων στοιχείων σοσιαλχριστιανισμού, της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας και διάφορων άλλων ειδών του ρεφορμισμού, ώσπου το 2005 (και έκτοτε) ταυτίστηκε με την άποψη του Κόμματος, ότι ο σοσιαλισμός είναι ο μόνος δρόμος για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ωστόσο υπάρχουν και σήμερα ακόμα εννοιολογικές και πολιτικές συγχύσεις που δυσχεραίνουν την ουσιαστική πρόοδο με αυτό τον τρόπο.

Με αυτή την έννοια το 14ο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ, τον Αύγουστο του 2011, επιβεβαίωσε την άποψη που είχε εκφράσει η Κεντρική Επιτροπή σε διάφορες περιστάσεις, τουλάχιστον από το 2007, σχετικά με το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της διαδικασίας με επικεφαλής τον Πρόεδρο Τσάβες:

«…ανάμεσα στους παράγοντες και τις προσωπικότητες της κυβέρνησης που φαίνεται να ενδιαφέρονται για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, κυριαρχεί ένα ετερογενές μείγμα ιδεαλιστικών και μικροαστικών αντιλήψεων σχετικά με τη νέα κοινωνία και τους τρόπους με τους οποίους θα προχωρήσουμε στην οικοδόμησή της. Καθώς στα υψηλά επίπεδα της πολιτικής ηγεσίας δεν υπάρχει επιστημονική αντίληψη του σοσιαλισμού, συνεκτική και στερεή με βάση τις αρχές του ιστορικού υλισμού, η διαδικασία αλλαγών στερείται σαφήνειας σε βασικές θέσεις για να υπάρξει πρόοδος στη σωστή κατεύθυνση»[11].

Με την ευκαιρία αυτή το Κόμμα μας προσδιόρισε τη συγκεκριμένη ιστορική αιτία τέτοιων παρεκκλίσεων:

«…από τη μια πλευρά, το κοινωνικό υποκείμενο που έχει ηγηθεί μέχρι στιγμής της διαδικασίας αντιστοιχεί σε ένα ταξικό προφίλ μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων, όχι στην εργατική τάξη, που είναι το πραγματικό κοινωνικό υποκείμενο που καλείται ιστορικά να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Από την άλλη πλευρά, η ίδια η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός στην πόλη και στην ύπαιθρο γενικά, δεν έχουν καταφέρει ακόμα στη χώρα μας να φτάσουν στο απαραίτητο επίπεδο συνείδησης, οργάνωσης, προγραμματικής σαφήνειας και κινητοποίησης που θα τους επέτρεπε να επιβάλουν την ηγεμονία της τάξης τους και να οδηγήσουν την πορεία των γεγονότων στη σωστή κατεύθυνση»[12].


IV

Η φιλική αλλά σταθερή ιδεολογική αντιπαράθεση που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια με τον Πρόεδρο Τσάβες και το περιβάλλον του, κορυφώθηκε το 2006-2007, όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος, μονομερώς και χωρίς διαβούλευση, έδωσε κατεύθυνση σε όσα κόμματα και οργανώσεις τον στήριζαν να διαλυθούν και να ενταχθούν στη νέα πολιτική οργάνωση που δημιούργησε, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας (PSUV).

Η κατάσταση αυτή όξυνε ορισμένες εντάσεις που είχαν αναπτυχθεί στους κόλπους του Κόμματός μας μεταξύ της πλειοψηφίας που πρότεινε την εμβάθυνση και ενίσχυση του ανεξάρτητου χαρακτήρα του ΚΚΒ ως ταξικής οργάνωσης που έχει συμμαχήσει με τον Πρόεδρο αλλά δεν υπόκειται σε αυτόν, και μιας μειοψηφίας που παρουσίαζε παρεκκλίσεις που δε συνάδουν με τα προλεταριακά κόμματα τόσο στη γλώσσα και τις ιδέες όσο και στην πολιτική πρακτική και τις μεθόδους δουλειάς. Η Κεντρική Επιτροπή πήρε τη σοφή απόφαση να συγκαλέσει έκτακτο Εθνικό Συνέδριο, μόλις οχτώ μήνες αφότου ολοκληρώθηκε το προηγούμενο Συνέδριό μας, με σκοπό το ανώτατο καθοδηγητικό όργανο της οργάνωσής μας να συζητήσει και να αποφασίσει για την κατάσταση που δημιουργούσε η προεδρική κατεύθυνση.

Έτσι πραγματοποιήθηκε το 13ο (έκτακτο) Εθνικό Συνέδριο μεταξύ Γενάρη και Μάρτη του 2007, το οποίο ενέκρινε τις Θέσεις για το Κόμμα της Επανάστασης, ένα κείμενο που παρουσιάζει με ακρίβεια την αντίληψη του Κόμματος που έχουμε οι επαναστάτες στον κόσμο: ένα Κόμμα με σαφή ταξικό προσδιορισμό, με την ιδεολογία και το πρόγραμμα της εργατικής τάξης, διεθνιστικό, με συλλογική ηγεσία και εσωτερική ζωή που απορρέουν από τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και με απόλυτη ανεξαρτησία απέναντι στην αστική τάξη και το όργανό της, το αστικό κράτος.[13]

Ο ορισμός αυτός του Επαναστατικού Κόμματος ήταν και είναι ασυμβίβαστος με τις προτάσεις που είχαν γίνει για την οικοδόμηση του PSUV, το οποίο εξαγγέλθηκε εξ αρχής ως πολυταξική οργάνωση, με ισχυρή επιρροή από τους μικροαστούς και τους κρατικούς υπαλλήλους και χωρίς σαφές ιδεολογικό προφίλ, γι’ αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία του ΚΚΒ απέρριψε τις κατευθύνσεις που είχε δώσει ο Πρόεδρος Τσάβες. Το 13ο Συνέδριο υιοθέτησε λοιπόν την Πολιτική Απόφαση που διέκρινε την ανάγκη να προχωρήσουμε με τον Πρόεδρο Τσάβες και το νέο του Κόμμα και άλλες δυνάμεις για να οικοδομήσουμε ένα πλατύ μέτωπο για την ανάπτυξη της αντιιμπεριαλιστικής πάλης που σήμερα είναι σε εξέλιξη στη χώρα μας και παράλληλα την ανάγκη να ενισχυθεί και να αναπτυχθεί ένα ισχυρό και γνήσια ταξικό Κόμμα ως μέσο για τα μελλοντικά καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης:

«Για τη νίκη στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό απαιτείται η ευρύτερη δυνατή ενότητα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων σε εθνικό, ηπειρωτικό και διεθνές επίπεδο. Η πρόοδος προς το σοσιαλισμό απαιτεί ταυτόχρονα την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος που να συγκεντρώνει τα στελέχη που εκφράζουν τις πιο συνεπείς θέσεις των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων που δεσμεύονται ιστορικά για την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Ένα κόμμα που να είναι η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική πρωτοπορία, που να καθοδηγεί οργανωμένα, συλλογικά και συνεκτικά τη δημιουργική προσπάθεια των μαζών για να καταστρέψει το καπιταλιστικό κράτος και να αναλάβει τα καθήκοντα της οικοδόμησης της Λαϊκής Εξουσίας. Ένα Κόμμα που να υποστηρίζει αξίες, αρχές και δράσεις που αποσκοπούν στο να ξεπεραστεί η αστική πολιτιστική ηγεμονία που παραμένει κυρίαρχη. Αυτή η πολιτική οργάνωση πρέπει να εκφράζει στη θεωρία και στην κοινωνική της πρακτική τις ιστορικές και αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας που έχουν βαθιές μπολιβαριανές ρίζες, καθώς και το μαρξισμό-λενινισμό, όπως εφαρμόζεται στις συγκεκριμένες συνθήκες στην πατρίδα μας»[14].

Έτσι, γρήγορα και αποφασιστικά ηττήθηκε αυτή η εκδήλωση του λικβινταρισμού. Ωστόσο, λίγο περισσότεροι από το ένα τρίτο των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, καθώς και σημαντικές αλλά μεμονωμένες ομάδες περιφερειακών και τοπικών στελεχών αλλά και μέλη από τη βάση του Κόμματος στο Καράκας και σε διάφορες άλλες περιοχές της χώρας απειθάρχησαν στις αποφάσεις του 13ου Συνεδρίου και «μετανάστευσαν» στο νέο κόμμα του Προέδρου.

Αυτή η «μετανάστευση» ήταν αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, αθέμιτων πιέσεων που ασκήθηκαν από την κυβέρνηση ενάντια στους κομμουνιστές κρατικούς υπαλλήλους οι οποίοι ουσιαστικά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις γραμμές μας ή τις θέσεις εργασίας τους. Σε άλλες περιπτώσεις, μέλη της νεολαίας ή αγωνιστές με μικρή πείρα υπέκυψαν από τη σύγχυση που δημιούργησε η αδιαμφισβήτητη ηγετική θέση του Προέδρου και η συμπάθεια που αποπνέει η μορφή του στο Κόμμα μας και σε πλατιά λαϊκά στρώματα στη Βενεζουέλα. Σε άλλους ήταν αποτέλεσμα προσωπικής φιλοδοξίας να παίξουν ηγετικό και πρωταγωνιστικό ρόλο, η οποία δεν ικανοποιήθηκε στην οργάνωσή μας και έψαχναν άλλους χώρους να την πραγματοποιήσουν. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαίτερης σημασίας, ήταν ανοιχτά συνέπεια δεξιών οπορτουνιστικών επιρροών λόγω της εγγύτητας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις θέσεις ορισμένων στελεχών του Κόμματός μας και σε μικροαστικά τμήματα που κυριαρχούν στη διαδικασία των αλλαγών που είναι σε εξέλιξη σήμερα στη Βενεζουέλα.

Με αυτή την έννοια είναι ενδεικτικό ότι εδώ και πολλά χρόνια πριν από το γεγονός που προαναφέρθηκε, κάποια στελέχη είχαν αρχίσει να υιοθετούν στις αναλύσεις και στις ομιλίες τους τη χρήση ορισμένων κατηγοριών και μεθόδων ξένων προς το μαρξισμό-λενινισμό και που χαρακτήριζαν ιδιαίτερα το αμάλγαμα συγκεχυμένων ιδεών των μικροαστικών τμημάτων της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταξύ άλλων είναι η λαθεμένη και αντιεπιστημονική χρήση της κατηγορίας «αυτοκρατορία» στη θέση του «ιμπεριαλισμού», το οποίο προκαλεί σύγχυση όσον αφορά την ίδια τη φύση του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και εμποδίζει τη σωστή κατανόηση και ανάλυσή του. Η υιοθέτηση φράσεων όπως «Τέταρτη Δημοκρατία» και «Πέμπτη Δημοκρατία» αναφορικά με τις κυβερνήσεις πριν και μετά το 1999, αγνοώντας το γεγονός ότι ο ταξικός (αστικός) χαρακτήρας του κρατικού μηχανισμού της Βενεζουέλας δεν έχει αλλάξει και ως εκ τούτου από την άποψη του ιστορικού υλισμού υπήρχε συνέχεια ως προς την ουσία ή η υπερβολικά αισιόδοξη χρήση των όρων «επανάσταση» και «επαναστατική κυβέρνηση» αναφορικά με τη διαδικασία αλλαγών με επικεφαλής τον Πρόεδρο Τσάβες, της οποίας ο πραγματικά επαναστατικός χαρακτήρας εξακολουθεί να είναι υπό παρακολούθηση. Πρέπει να ομολογήσουμε αυτοκριτικά ότι εκδηλώσεις αυτού του είδους ανάλυσης και γλώσσας κατάφεραν να διεισδύσουν ακόμα και σε ορισμένα από τα ντοκουμέντα που ψηφίσαμε στο 12ο Εθνικό Συνέδριο το 2006, γεγονός αποκαλύπτει το βάθος και τη σοβαρότητα αυτής της παρέκκλισης.

Μόλις έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση του 13ου (Έκτακτου) Συνεδρίου πραγματοποιήθηκε η 11η Εθνική Συνδιάσκεψη με σκοπό να ολοκληρωθεί η αποκατάσταση των καθοδηγητικών οργάνων και να ξεπεραστούν οριστικά τις συνέπειες της κρίσης που ξεκίνησε την περασμένη χρονιά. Αυτή η Συνδιάσκεψη καθόρισε τις αρχές που έπρεπε να διέπουν (και συνεχίζουν να διέπουν) τις σχέσεις ανάμεσα στο Κόμμα μας και το PSUV ως συμμάχους στην οικοδόμηση του πλατιού αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, σε ένα πλαίσιο αμοιβαίου σεβασμού και μη επέμβασης σε ζητήματα της εσωτερικής ζωής της κάθε οργάνωσης. Επίσης καθορίστηκαν ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές για τις σχέσεις του ΚΚΒ με πρώην μέλη του που είχαν «μεταναστεύσει» (αυτός ήταν ο όρος που χρησιμοποιήθηκε τότε) στο σύμμαχο κόμμα:

«Παρότι με τη συμπεριφορά τους διαχωρίστηκαν από τους εσωτερικούς κανόνες του ΚΚΒ, δεν πρέπει να τους θεωρούμε (αυτούς που “μετανάστευσαν”) λιποτάκτες ή προδότες καθώς αποφάσισαν να πάνε σε μια οργάνωση που δεν είναι αντεπαναστατική. Αντίθετα […] αυτό το νέο κόμμα είναι αντικειμενικά σύμμαχός μας στα καθήκοντα προς την εθνικο-απελευθερωτική επανάσταση»[15].

Παρότι έχει αποδυναμωθεί κάπως αριθμητικά λόγω αυτών των «μεταναστεύσεων», το Κόμμα μας βγήκε από αυτό το συμβάν καθαρό και αναζωογονημένο στο ιδεολογικό επίπεδο. Έχουμε προσπαθήσει από τότε να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή και επιστημονική ακρίβεια στις αναλύσεις μας και στη σωστή και ακριβή χρήση των κατηγοριών του μαρξισμού-λενινισμού.

Ταυτόχρονα, έχουμε δει πώς πρώην κομμουνιστές που είχαν αρχίσει να εκφυλίζονται ιδεολογικά την περίοδο 2005-2007 συνέχισαν και εκτός Κόμματος να ολισθαίνουν προς τον οπορτουνισμό σε θέσεις που ήταν όλο και πιο μακριά από την επαναστατική επιστήμη, ώσπου έφτασαν το τελευταίο διάστημα να διαστρεβλώνουν θεμελιώδη αξιώματα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και να αμφισβητούν το χαρακτήρα της εργατικής τάξης ως βασικής κινητήριας δύναμης της μελλοντικής σοσιαλιστικής επανάστασης. Με αυτό τον τρόπο επαναλαμβάνουμε αυτό που είπαμε τη δεκαετία του ’70 για τους ιδρυτές του MAS, ότι «κατευθύνονται αναπόφευκτα προς το γκρεμό».


V

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί σε περιπτώσεις κομμάτων και οργανώσεων που, παρότι αντικειμενικά σήμερα συνεργάζονται με τη δεξιά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο στην προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν το statusquo που υπήρχε πριν το 1999, επιμένουν να αυτοαποκαλούνται «προοδευτικές» ή «αριστερές». Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στα εκφυλισμένα απομεινάρια παλιών οργανώσεων που κατάφεραν σε προηγούμενες δεκαετίες να φτάσουν στο αποκορύφωμά τους με προοδευτικό ή ακόμα και επαναστατικό λόγο και ύφος, ωστόσο η ιστορία αποκάλυψε ότι ήταν εκδηλώσεις του οπορτουνισμού χωρίς πραγματικά επαναστατικό χαρακτήρα.

Η πιο τραγική περίπτωση, αλλά κατά πάσα πιθανότητα όχι η σημαντικότερη από άποψη αριθμού ή επιρροής, είναι η λεγόμενη «Κόκκινη Σημαία» (BR). Πρόκειται για μια ομάδα με καταβολές στα κινήματα που επέμειναν στην τακτική του ένοπλου αγώνα μετά τη στρατιωτική υποχώρηση του ΚΚΒ το 1967 και είναι προϊόν διαδοχικών διασπάσεων και ανασυστάσεων του Κινήματος Επαναστατικής Αριστεράς (MIR, το οποίο επίσης προήλθε από μια διάσπαση του σοσιαλδημοκρατικού AD) που έχει διαλυθεί, καθώς και διάφορων τυχοδιωκτικών ομάδων ετερογενούς προέλευσης που ενώθηκαν μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Στην ιδεολογική του σύνθεση θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς στοιχεία μαοϊσμού και γκεβαρισμού (τη λεγόμενη θεωρία της εστίας, «foco»).

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, απομονωμένο από την εργατική τάξη και σχεδόν χωρίς καμία σύνδεση με οποιοδήποτε σημαντικό μαζικό κίνημα, το βασικό πεδίο πολιτικής δράσης της BR ήταν το φοιτητικό κίνημα στα πανεπιστήμια, όπου είχε αρκετή επιρροή και από όπου στρατολογούσε τη μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών του. Το Κόμμα και η Νεολαία μας επικρίνανε επανειλημμένα τη δράση της BR για οπορτουνισμό και τυχοδιωκτισμό και προσπαθούσαν στο μέτρο του δυνατού να κάνουν πολιτικό διάλογο με την ηγεσία της.

Τη δεκαετία του 1980, όλο και πιο απομονωμένη, στριμωγμένη, με κρατικές δυνάμεις να έχουν παρεισφρήσει, η BR και ο περίγυρός της υπέστησαν σοβαρά πλήγματα από τις στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις καταστολής που της προκάλεσαν βαριές απώλειες, κυρίως στις λεγόμενες «σφαγές στην Καντάουρα και στη Γιουμάρε», τις οποίες τότε το Κόμμα μας κατήγγειλε ως εγκλήματα του κράτους κατά της ανθρωπότητας. Από τότε, με διαλυμένο το στρατιωτικό μηχανισμό, η BR αποτραβήχτηκε αποκλειστικά στο πεδίο των φοιτητών όπου πρωταγωνίστησε σε προκλητικές ενέργειες με μεγάλη τόλμη αλλά χωρίς εποικοδομητικό πολιτικό περιεχόμενο, οι οποίες απορρίφθηκαν σχεδόν ομόφωνα από το λαό.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, εν όψει της επικείμενης εκλογικής νίκης του Προέδρου Τσάβες η BR πέρασε από τον οπορτουνισμό της άκρας αριστεράς στον οπορτουνισμό της άκρας δεξιάς. Ορισμένα στελέχη της έφυγαν από την οργάνωση και εντάχθηκαν στο πολιτικό εγχείρημα του Προέδρου (και σήμερα έχουν καταλάβει σημαντικές θέσεις στο PSUV και στην κυβέρνηση), ενώ οι υπόλοιποι δήλωσαν την αντίθεσή τους στη νέα κυβέρνηση και έγιναν στην πράξη ομάδα κρούσης στην υπηρεσία εκείνων που τους είχαν καταδιώξει και δολοφονήσει τις προηγούμενες δεκαετίες.

Πρέπει επίσης να εξετάσουμε την περίπτωση της οργάνωσης «Ριζοσπαστικός Σκοπός» (La Causa-R ή LCR). Ο LCR δημιουργήθηκε γύρω στα 1972 ως αποτέλεσμα διαφωνιών και συγκρούσεων για την ηγεσία ανάμεσα στους αποστάτες που είχαν εκδιωχθεί από τις γραμμές μας το 1971 (ιδιαίτερα μεταξύ του Μανέιρο από τη μια πλευρά και των Πέτκοφ, Μάρκες και Μουνιός από την άλλη). Τα πρώτα χρόνια ήταν μια οργάνωση στη σκιά του MAS, το οποίο ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Ο LCR εκμεταλλεύτηκε το κενό που είχαμε αφήσει οι κομμουνιστές στο εργατικό κίνημα κατά τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα (ένα λάθος από το οποίο ακόμα δεν έχουμε ανακάμψει πλήρως), δυνάμωσε γρήγορα στις συνδικαλιστικές ενώσεις στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και κατόρθωσε να έχει σημαντική επιρροή, ιδιαίτερα στους εργάτες των μεγάλων μεταλλουργικών βιομηχανιών της περιοχής της Γουιάνας. Εκεί διαπιστώθηκε και πάλι ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας του LCR και αποκαλύφθηκε το πολιτικό του πεπρωμένο: η συγκεκριμένη πρακτική στην ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος παρουσιαζόταν όλο και πιο φιλεργατική και διεκδικητική, ενώ απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τον πραγματικά ταξικό συνδικαλισμό.

Ο εκφυλισμός των συνδικάτων που ελέγχονταν από τον LCR τα οδήγησε σε ανοιχτά διεφθαρμένες πρακτικές και στη σταδιακή μείωση της επιρροής τους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο LCR είχε μια σύντομη ακμή ως εθνικό πολιτικό κόμμα, είτε μόνο του είτε στηρίζοντας μεμονωμένες προσωπικότητες της δεξιάς. Ωστόσο, η έλλειψη ιδεολογικής και πολιτικής συνοχής εμπόδισε την περαιτέρω ανάπτυξή του και το οδήγησε σχεδόν αμέσως σε πτώση. Πήρε μέρος στη συμμαχία που στήριξε την υποψηφιότητα του Ούγκο Τσάβες στις προεδρικές εκλογές του 1998, αλλά στα πρώτα χρόνια της νέας κυβέρνησης ήρθε σε ρήξη με τον Πρόεδρο και προσχώρησε στην αντιπολίτευση όπου παραμένει μέχρι σήμερα.

Μια σημαντική ομάδα της ηγεσίας του επέλεξε να μείνει με τον Πρόεδρο Τσάβες και δημιούργησε μια νέα οργάνωση, το κόμμα «Πατρίδα για Όλους» (PPT), το οποίο αφού διασπάστηκε τουλάχιστον δύο φορές, κατέληξε να βρεθεί με τον LCR στις γραμμές της αντιπολίτευσης. Ορισμένοι από αυτούς που συμμετείχαν στο PPT το 2007 αποφάσισαν να ενταχθούν στο PSUV και σήμερα παραμένουν στο πλευρό του Προέδρου.

Το MASκαι όσα προέρχονται από αυτό, μαζί με την BR, τον LCR και τους απογόνους τους, επιδιώκουν τώρα να εκμεταλλευτούν το μακρινό αριστερό παρελθόν τους για να υψώσουν δήθεν «προοδευτικά» λάβαρα και να παρουσιάζονται ως «αριστερή πτέρυγα» της αντιπολίτευσης στον Πρόεδρο Τσάβες. Αυτός ο ελιγμός, άλλη μια ένδειξη του οπορτουνιστικού χαρακτήρα και της αταξικής φύσης αυτών των στοιχείων, επιδιώκει να δημιουργήσει σύγχυση σε τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού ευρύτερα και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να καταγγελθεί και να αποκαλυφθεί.

VI

Ήρθε η ώρα να ολοκληρώσουμε με ορισμένα συμπεράσματα και διδάγματα που αντλούνται από την ιστορία των αγώνων του Κόμματός μας ενάντια στον οπορτουνισμό. Το πρώτο και κύριο από την εμπειρία μας είναι η επιβεβαίωση του Λένιν ως προς την προέλευση και τη φύση του οπορτουνισμού, ως έκφρασης της αναπόφευκτης παρουσίας μικροαστικών στρωμάτων με τις ιδιαίτερες αντιλήψεις και τάσεις τους στις γραμμές των επαναστατικών κομμάτων:

«…σε κάθε καπιταλιστική χώρα υπάρχουν πάντα, δίπλα στο προλεταριάτο, εκτενή στρώματα μικροαστών, μικροϊδιοκτητών […] Επομένως, είναι πολύ φυσιολογικό οι αντιλήψεις του μικροαστικού κόσμου να εμφανίζονται ξανά και ξανά στις γραμμές των μεγάλων εργατικών κομμάτων»[16].

Κάθε μικροαστικό στρώμα που εμφανίζεται στο Κόμμα μας με επαρκή δύναμη, θα τείνει αυτόματα -εκτός αν το σταματήσουν έγκαιρα- να αναπτύσσει τη δικιά του παραλλαγή του οπορτουνισμού ανάλογα με τα χαρακτηριστικά, τα συμφέροντα και το προφίλ του. Η ριζοσπαστική πανεπιστημιακή διανόηση θα τείνει προς τον αριστερό οπορτουνισμό, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι επαγγελματίες και άλλοι με σχετική σταθερότητα και ευμάρεια θα τείνουν προς το δεξιό οπορτουνισμό.

Ως εκ τούτου, από αυτή τη διάγνωση συνάγεται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια το φάρμακο και η προφύλαξη από αυτή τη ασθένεια: ολοκληρωτική προλεταριοποίηση του Κόμματός μας. Δε μιλάμε μόνο για βαθιά αφομοίωση των απόψεων και της ιδεολογίας του προλεταριάτου από τα μέλη του Κόμματος που δεν κατάγονται από την εργατική τάξη, αλλά κυρίως στην αποτελεσματική και κυρίαρχη παρουσία εργατικών στελεχών στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος σε όσο πιο υψηλή αναλογία επιτρέπουν οι συνθήκες. Αυτό είναι που ο σύντροφος Άλβαρο Κουνιάλ αποκαλεί «χρυσό κανόνα»:

«Σημαντική εγγύηση για την ταξική πολιτική του Κόμματος είναι η καθοριστική συμμετοχή μαχητικών εργατών στην ηγεσία. Με άλλα λόγια, η ηγεσία του Κόμματος στην πλειοψηφία της να αποτελείται από εργάτες.

[…] Συνήθως (και κατά γενικό κανόνα) η αστική ιδεολογία επηρεάζει περισσότερο και πιο εύκολα τους διανοούμενος απ’ ό,τι τους εργάτες κι επομένως η καθοριστική συμμετοχή των εργατών στην ηγεσία διασφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα στις αρχές απ’ ό,τι η αποφασιστική συμμετοχή συντρόφων από άλλα κοινωνικά στρώματα»[17].

Και αυτός ο κανόνας, όπως είδαμε, ήταν ακριβώς το φάρμακο που έδωσε το ΚΚΒ στον εαυτό του στο 4ο Εθνικό Συνέδριο του 1971. Με αυτή την έννοια, το 13ο και 14ο Συνέδριο, όπως και η 11η Συνδιάσκεψη, επιμένουν τα τελευταία χρόνια στην ανάγκη να αυξηθεί η προλεταριακή παρουσία στις γραμμές του Κόμματός μας και έχουν θέσει ως προτεραιότητα τη δουλειά στην εργατική και με την εργατική τάξη ως πρώτιστο καθήκον του ΚΚΒ. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι, αν και πρόσφατα είχαμε κάποιες σημαντικές επιτυχίες σε αυτό τον τομέα, το Κόμμα μας σήμερα δεν είναι ακόμα σε θέση να συμμορφωθεί πλήρως με αυτό το χρυσό κανόνα.

Το δεύτερο μεγάλο δίδαγμα από την εμπειρία μας είναι ότι η αδυσώπητη διαλεκτική της Ιστορίας, αργά ή γρήγορα, επιβάλλεται σε όλους τους οπορτουνιστές, ακόμα και παρά τη θέλησή τους και τελικά τους ωθεί στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Δηλαδή όλοι οι οπορτουνιστές πάντα καταλήγουν στη δεξιά, ανεξάρτητα από τη μορφή και τα συνθήματα που έχουν υιοθετήσει αρχικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό κεντρικό στοιχείο: την απόρριψη ή άγνοια την ταξικής σκοπιάς του προλεταριάτου, που τους εμποδίζει να εκτιμήσουν την ιστορική προοπτική της συνολικής ανάπτυξης των κοινωνιών[18].

Πράγματι, όπως λέει και ο Λένιν, ο οπορτουνισμός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με μεγαλύτερη ή μικρότερη θεωρητική έμφαση, με μεγαλύτερη ή μικρότερη λεπτότητα, πάντα «παραποιεί το μαρξισμό ακρωτηριάζοντας ότι δε μπορεί να δεχτεί η αστική τάξη»[19]. Και φυσικά, το πρώτο που πρέπει να ακρωτηριαστεί από τη διδασκαλία μας για να κερδίσουμε την αποδοχή της αστικής τάξης είναι ακριβώς η ταξική ανάλυση, κεντρικό στοιχείο και ακρογωνιαίος λίθος του μαρξισμού συνολικά.

Είναι συνεπώς επιτακτική ανάγκη να επιδείξουμε τη μέγιστη επαγρύπνηση όσον αφορά τη θεωρητική και πρακτική ακρίβεια στις αναλύσεις μας, αλλά και την ακριβή χρήση των επιστημονικών κατηγοριών του μαρξισμού-λενινισμού. Η εμπειρία μάς δείχνει ότι ο οπορτουνισμός συνήθως προαναγγέλλεται με παρεκκλίσεις ή «καινοτομίες» στο επίπεδο του λόγου και των αναλύσεων, προτού καν γίνουν ορατές στο επίπεδο της πρακτικής δράσης.

Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να αντισταθούμε δογματικά στη θεμιτή και αναγκαία ανάπτυξη της επαναστατικής επιστήμης ή ότι πρέπει να περιοριστούμε στον υγιή διάλογο και στη φυσική αντιπαράθεση ιδεών εντός και εκτός των γραμμών μας. Αντίθετα σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάθε συζήτηση και κάθε ενδεχόμενη ανάπτυξης της διδασκαλίας μας με τη μέγιστη σοβαρότητα και αυστηρότητα. Η επιστήμη μπορεί και πρέπει να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται, αλλά υποχρέωσή μας είναι να έχουμε κριτική επαγρύπνηση, έτσι ώστε ανάμεσα στις θεμιτές καινοτομίες να μη διεισδύουν ιδεολογικές λαθροχειρίες που αλλοιώνουν τις δοκιμασμένες βάσεις του μαρξισμού-λενινισμού, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με την ταξική ανάλυση.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι ο αγώνας μας ενάντια στο λικβινταρισμό επιβεβαίωσε τη σημασία που έχει η διατήρηση της ανεξαρτησίας και της οργανωτικής και προγραμματικής αυτονομίας του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης. Όπως αποδείχτηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις, η υποχώρηση στις λικβινταριστικές πιέσεις, όσο ισχυρές ή ελκυστικές κι αν ήταν εκείνη την ώρα, θα ήταν ένα λάθος με καταστροφικές συνέπειες που θα άφηνε την εργατική τάξη πολιτικά αφοπλισμένη και σε ακόμα μεγαλύτερη εγκατάλειψη και αποδιοργάνωση απέναντι στις μικροαστικές και αστικές θέσεις.

Με αυτή την έννοια ενστερνιζόμαστε τα λόγια του συντρόφου Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι:

«...η πρωτοπορία του προλεταριάτου και οι συνειδητοποιημένοι εργαζόμενοι, πιστοί στη δράση τους στο έδαφος της πάλης των τάξεων, αντιπαλεύουν οποιαδήποτε τάση συνεπάγεται συγχώνευση με τις δυνάμεις ή τις πολιτικές οργανώσεις άλλων τάξεων. Καταδικάζουμε ως οπορτουνιστική κάθε πολιτική που θέτει την προσωρινή παραίτηση του προλεταριάτου από το ανεξάρτητο πρόγραμμα και δράση του, τα οποία πρέπει να διατηρεί στο ακέραιο ανά πάσα στιγμή»[20].

Σήμερα, που έχουν ηττηθεί οι θέσεις που επεδίωκαν να διαλύσουν το Κόμμα μας και έχουν κατασταλεί οι επιρροές που ήλπιζαν να εξασθενίσουν ή να νοθεύσουν τον ταξικό του χαρακτήρα και να το αποξενώσουν από τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, το ΚΚΒ μεγαλώνει και ενισχύεται με νέα καθήκοντα και με την πυξίδα να δείχνει σταθερά προς την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης και το κομμουνιστικό μέλλον.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]Φερνάντο Κέι Σάντσες. Ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας. Καράκας: Λίστα Τίτλων Κάρλος Απόντε.

[2]Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας, Το Συνέδριο της Ενότητας των Κομμουνιστών, Καράκας, Εθνική Επιτροπή για την Εκπαίδευση και την Προπαγάνδα.

[3]Γκιόργκι Λούκακς, Λένιν: Μελέτη στη συνοχή της σκέψης του, Μπουένος Άιρες: Λα Ρόσα Μπλιντάδα, 1968.

[4]4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ, «Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής (υπό την ευθύνη του Χεσούς Φέρια)», σελ. 88. Στο: 4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ. Ντοκουμέντα και Αποφάσεις, Καράκας, Γκράφικα Αμερικάνα: 77-112.

[5]4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ, «Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής (υπό την ευθύνη του Χεσούς Φέρια)», σελ. 97-98. «Απόφαση διαγραφής από το Κόμμα της φραξιονιστικής ομάδας αποστατών (Ανακοίνωση του 4ου Συνεδρίου σχετικά με την πρόσφατη αποσκίρτηση)». Στο: En: 4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ. Ντοκουμέντα και Αποφάσεις, Καράκας, Γκράφικα Αμερικάνα: 211-223.

[6]6o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ. Πρόγραμμα του ΚΚΒ. Καράκας: Κότραγκραφ, , σελ. 74-75

[7]Πέδρο Ορτέγκα Ντίας και Αντόνιο Γκαρσία Πόνσε, Οι αντισοσιαλιστικές ιδέες του Τεοδόρο Πέτκοφ, Καράκας, εκδ, Καντακλάρο.

Ραφαέλ Χοσέ Κορτές, «Διαδικασία προς την αριστερά ή άτακτη φυγή προς τη δεξιά;» Στο: Το MAS, άτακτη φυγή προς τη δεξιά. Καράκας: Εκδ. Σεντάουρο, 1979: 75-106.

Υπερασπίζοντας τον σοσιαλισμό (Απάντηση στις «Συζητήσεις»). Καράκας: Γκράφικας Ρίο Ορινόκο.

[8]4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ, «Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής (υπό την ευθύνη του Χεσούς Φέρια)», σελ. 97-98. «Απόφαση διαγραφής από το Κόμμα της φραξιονιστικής ομάδας αποστατών (Ανακοίνωση του 4ου Συνεδρίου σχετικά με την πρόσφατη αποσκίρτηση)». Στο: En: 4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ. Ντοκουμέντα και Αποφάσεις, Καράκας, Γκράφικα Αμερικάνα: 211-223.

[9]Ραφαέλ Χοσέ Κορτές, «Διαδικασία προς την αριστερά ή άτακτη φυγή προς τη δεξιά;» Στο: Το MAS, άτακτη φυγή προς τη δεξιά. Καράκας: Εκδ. Σεντάουρο, 1979: 75-106.

[10]4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ, «Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής (υπό την ευθύνη του Χεσούς Φέρια)». Στο: 4o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ. Ντοκουμέντα και Αποφάσεις, Καράκας, Γκράφικα Αμερικάνα: 77-112.

[11]14o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ. «Πολιτική Γραμμή». [Υπό έκδοση].

[12]14o Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΒ. «Πολιτική Γραμμή». [Υπό έκδοση].

[13]13o Εθνικό Συνέδριο (Έκτακτο) του ΚΚΒ. «Θέσεις για το Κόμμα της Επανάστασης». Στα: Βασικά Ντοκουμέντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας. Καράκας: Εθνικό Τμήμα Παιδείας και Ιδεολογίας του ΚΚΒ, 2009: 99-112.

[14]13o Εθνικό Συνέδριο (Έκτακτο) του ΚΚΒ. «Πολιτική Απόφαση». Στα: Βασικά Ντοκουμέντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας. Καράκας: Εθνικό Τμήμα Παιδείας και Ιδεολογίας του ΚΚΒ, 2009: 97-98.

[15]11η Εθνική Συνδιάσκεψη του ΚΚΒ. «Κεντρική Έκθεση». Στα Βασικά Ντοκουμέντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας. Καράκας: Εθνικό Τμήμα Παιδείας και Ιδεολογίας του ΚΚΒ, 2009: 117-130.

[16]Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, «Μαρξισμός και ρεβιζιονισμός», Διαλεχτά Έργα, Μόσχα, εκδ. Προγκρέσο, 1974: 20-27.

[17]Άλβαρο Κουνιάλ. Το Κόμμα με γυάλινους τοίχους. Λισσαβόνα: Εκδ. Αβάντε, 2006.

[18]Γκιόργκι Λούκακς, Λένιν: Μελέτη στη συνοχή της σκέψης του, Μπουένος Άιρες: Λα Ρόσα Μπλιντάδα, 1968.

[19]Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», Διαλεχτά Έργα, Μόσχα, εκδ. Προγκρέσο, 1974: 400-494.

[20]Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, «Σχετικά με ένα ξεπερασμένο θέμα», Ιδεολογία και Πολιτική, Καράκας, εκδ. Υπουργείου Επικοινωνιών και Πληροφοριών, 2006: 199-201.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου