Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Έρευνα για τη χρήση βασανιστηρίων στην Ινδία (Καρλ Μαρξ)

Απαγχονισμός ανταρτών της ινδικής εξέγερσης του 1857
Ο ανταποκριτής μας στο Λονδίνο, του οποίου την επιστολή σχετικά με την εξέγερση στην Ινδία δημοσιεύσαμε χθες, αναφέρθηκε πολύ σωστά σε κάποια από τα προηγούμενα τα οποία προετοίμασαν το δρόμο για αυτό το βίαιο ξέσπασμα. Σήμερα, προτείνουμε να αφιερώσουμε λίγο χρόνο στην συνέχιση αυτής της συλλογιστικής πορείας, και να δείξουμε ότι οι Βρετανοί ηγεμόνες της Ινδίας δεν είναι καθόλου ήπιοι και άμεμπτοι ευεργέτες των Ινδών, όπως θα ήθελαν να νομίζει ο κόσμος. Για τον σκοπό αυτό, θα προσφύγουμε στα επίσημα Μπλε Τετράδια σχετικά με το θέμα της χρήσης βασανιστηρίων στην Ανατολική Ινδία, τα οποία και τέθηκαν υπόψη της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά τη διάρκεια συνεδριών του 1856 και του 1857. Τα τεκμήρια, θα δούμε, είναι τέτοιου είδους που δεν μπορούν να διαψευστούν.

Πρώτα έχουμε την αναφορά της Επιτροπής Διερεύνησης Βασανιστηρίων στο Μαδράς, η οποία δηλώνει την "πίστη της στην γενική χρήση βασανιστηρίων για σκοπούς φορολόγησης εισοδήματος." Αμφιβάλλει

αν υπάρχει οποιοσδήποτε συγκρίσιμος αριθμός ατόμων που υποβάλλεται ετησίως στη βία για ποινικές πράξεις όσο για το αδίκημα της μη πληρωμής φόρων.
Δηλώνει ότι υπήρχε
ένα πράγμα το οποίο εντυπωσίασε την Επιτροπή πιο οδυνηρά και από την πεποίθηση ότι υπάρχουν βασανιστήρια· η δυσκολία της εξασφάλισης αποζημίωσης, την οποία αντιμετωπίζουν τα μέρη εκείνα που έχουν δεχθεί αδικία.
Οι λόγοι για αυτή τη δυσκολία που παρουσιάζει η Επιτροπή είναι: 1. Οι αποστάσεις που θα πρέπει να ταξιδέψουν όσοι θέλουν να καταθέσουν προσωπικό παράπονο στον φοροεισπράκτορα, καθώς το ταξίδι προϋποθέτει έξοδα και σπατάλη χρόνου αναμονής· 2. Το φόβο ότι οι αιτήσεις δια επιστολής "θα επιστραφούν με τη συνηθισμένη πρόταση αναφοράς στον tahsildar", τον αστυνομικό και φοροεισπράκτορα της περιοχής--δηλαδή, τον ίδιο άνθρωπο που προξένησε ζημία, είτε ο ίδιος είτε μέσω των υφισταμένων του βοηθών αστυνομικών· 3. Τα ανεπαρκή μέσα δίκης και τιμωρίας τα οποία παρέχει ο νόμος σε ό,τι αφορά κυβερνητικούς αξιωματούχους, ακόμα και όταν κατηγορούνται επισήμως ή και καταδικάζονται για αυτές τις πρακτικές. Φαίνεται πως αν κατηγορία τέτοιου είδους αποδεικνυόταν ενώπιον δικαστή, θα μπορούσε να τιμωρήσει μόνο δια προστίμου πενήντα ρουπιών ή ενός μήνα φυλάκισης. Η εναλλακτική συνίστατο στην παράδοση του κατηγορούμενου στον "ποινικό δικαστή ώστε να τιμωρηθεί απ' τον ίδιο ή να υποβληθεί σε δίκη από το Δικαστήριο της περιοχής."

Η αναφορά προσθέτει ότι
αυτές μοιάζουν με κουραστικές διαδικασίες, οι οποίες είναι εφαρμόσιμες μόνο σε ένα είδος αδικημάτων, στην κατάχρηση εξουσίας--δηλαδή σε κατηγορίες κατά της αστυνομίας--και είναι εντελώς ανεπαρκείς για τις αναγκαιότητες της υπόθεσης.
Ο αστυνομικός ή φοροεισπράκτορας, που είναι το ίδιο άτομο, εφόσον ο φόρος εισπράττεται από την αστυνομία, εφόσον κατηγορηθεί ότι αποσπά χρήματα δια της βίας, δικάζεται αρχικά από τον βοηθό της φορολογικής αρχής· κατόπιν, μπορεί κατόπιν να απευθυνθεί στον ίδιο τον Έφορο· και κατόπιν στο Γραφείο Προσόδων. Αυτό το Γραφείο μπορεί να τον παραπέμψει στην κυβέρνηση ή στα αστικά δικαστήρια.
Με τέτοια κατάσταση του δικαίου, κανένας φτωχός αγρότης δεν θα μπορούσε να τα βάλει με έναν πλούσιο φοροεισπράκτορα· και δεν γνωρίζουμε παράπονα τα οποία να κατατέθηκαν βάσει αυτών των δύο κανονισμών (του 1822 και του 1823) από το λαό.
Περαιτέρω, αυτός ο εκβιασμός χρημάτων εφαρμόζεται μόνο στην αρπαγή δημόσιων προσόδων ή  στον εξαναγκασμό περαιτέρω συνεισφοράς απ' τον αγρότη στον αξιωματούχο, ώστε να τα βάλει αυτός στην τσέπη του. Συνεπώς, δεν υπάρχουν καθόλου νομικά μέσα τιμωρίας για τη χρήση βίας κατά τη συλλογή δημόσιων προσόδων.

Η αναφορά από την οποία προέρχονται αυτά τα παραθέματα αφορά μόνο στην Προεδρία του Μαδράς. Αλλά ο ίδιος ο Λόρδος Νταλουζί, γράφοντας, τον Σεπτέμβρη του 1855 στους Διευθυντές [της Εταιρείας της Ανατολικής Ινδίας, East India Company], λέει πως
έχει επί μακρόν σταματήσει να αμφιβάλει ότι τα βασανιστήρια, της μίας ή της άλλης μορφής, εφαρμόζονται από τους κατώτερους αξιωματούχους σε κάθε βρετανική επαρχία.
Η καθολική ύπαρξη βασανιστηρίων ως χρηματικών θεσμών στη Βρετανική Ινδία γίνεται λοιπόν επίσημα παραδεκτή, όμως η παραδοχή γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να προστατεύει την ίδια τη Βρετανική κυβέρνηση.  Στην πραγματικότητα, το συμπέρασμα στο οποίο φτάνει η Επιτροπή του Μαδράς είναι πως η πρακτική των βασανιστηρίων είναι αποκλειστικά σφάλμα των κατώτερων Ινδουϊστών αξιωματούχων, ενώ οι ευρωπαίοι υπηρέτες της κυβέρνησης έκαναν πάντα τα πάντα για να την παρεμποδίσουν, ακόμα κι αν δεν το έκαναν επιτυχώς. Απαντώντας σε αυτή την θέση, η Ένωση Ιθαγενών του Μαδράς παρουσίασε το Γενάρη του 1856 μια προσφυγή προς το Κοινοβούλιο, παραπονούμενη για την έρευνα σχετικά με τα βασανιστήρια για τους ακόλουθους λόγους: 1. Ότι δεν υπήρχε καμία έρευνα στην ουσία, η Επιτροπή Διερεύνησης καθόταν μόνο στην πόλη του Μαδράς, και μόνο για τρεις μήνες, ενώ ήταν αδύνατο, εκτός από πολύ λίγες περιπτώσεις, για τους κατοίκους να φύγουν απ' το σπίτι τους για να την επισκεφθούν· 2. Ότι οι Επίτροποι δεν προσπάθησαν να αναζητήσουν τη ρίζα του κακού· ότι αν το έκαναν, θα ανακάλυπταν πως βρισκόταν στο ίδιο το σύστημα της φοροείσπραξης· 3. Ότι δεν έγινε καμία έρευνα στους κατηγορούμενους ιθαγενείς αξιωματούχους για το σε ποιον βαθμό γνώριζαν την πρακτική οι ανώτεροί τους.
"Η πηγή αυτού του εξαναγκασμού", λένε οι προσφεύγοντες, "δεν είναι οι φυσικοί της αυτουργοί, αλλά προέρχεται από τους αμέσως ανώτερους αξιωματούχους, οι οποίοι είναι υπόλογοι για το υπολογισμένο ποσό φοροείσπραξης στους ευρωπαίους ανωτέρους τους, και αυτοί με τη σειρά τους είναι υπεύθυνοι στην ανώτερη αρχή της κυβέρνησης."
Πράγματι, αρκούν λίγα αποσπάσματα από τα τεκμήρια στα οποία υποτίθεται πως βασίζεται η Αναφορά του Μαδράς για να διαψευστεί ο ισχυρισμός της πως "δεν ευθύνονται οι Άγγλοι". Έτσι, ο κύριος W.D. Kohloff, έμπορος, λέει:
Οι μέθοδοι βασανιστηρίων που εφαρμόζονται είναι διάφορες και ανταποκρίνονται στη φαντασία του tahsildar και των υφισταμένων του· όσο για το αν δίδεται οποιαδήποτε αποζημίωση από τις ανώτερες αρχές, δεν το γνωρίζω, καθώς όλα τα παράπονα γενικώς απευθύνονται στους ίδιους τους tahsildar για διερεύνηση και πληροφορίες.
 Ανάμεσα στις περιπτώσεις παραπόνων από ιθαγενείς, βρίσκουμε τα ακόλουθα:
Πέρυσι, καθώς χάλασε η σοδειά ρυζιού λόγω έλλειψης βροχοπτώσεων, δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε όπως συνήθως. Όταν έγινε το jamabandi ζητήσαμε απαλλαγή λόγω των απωλειών, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας που συνάφθηκε το 1837, όταν Έφορος ήταν ο κύριος Eden. Καθώς δεν μας δόθηκε απαλλαγή, αρνηθήκαμε να παραδώσουμε τα puttahs. Ο tahsildar τότε άρχισε να μας εξαναγκάζει με μεγάλη αυστηρότητα, απ' τον μήνα Ιούνιο ως τον Αύγουστο. Εγώ και άλλοι παραδοθήκαμε σε άτομα που μας έβγαζαν έξω στο λιοπύρι. Εκεί μας έβαζαν να σκύψουμε και μας έβαζαν πέτρες στην πλάτη, και μας άφηναν στην καυτή άμμο. Μετά τις 8, μας άφηναν να πάμε στο ρύζι μας. Τέτοια κακομεταχείριση συνεχίστηκε για τρεις μήνες, στους οποίους ορισμένες φορές πήγαμε να δώσουμε τα αιτήματά μας στον Έφορο, ο οποίος όμως αρνήθηκε να τα παραλάβει. Πήραμε αυτά τα αιτήματα και προσφύγαμε στο Δικαστήριο, το οποίο τα έστειλε στον Έφορο. Και πάλι δεν μας απέδωσαν δικαιοσύνη. Τον Σεπτέμβριο, μας έδωσαν μια ειδοποίηση, και εικοσιπέντε μέρες αργότερα, μας κατάσχεσαν και πούλησαν το βιός μας. Εκτός απ' αυτά που αναφέρω, κακομεταχειρίστηκαν και τις γυναίκες μας. Έβαλαν στο στήθος τους το kittee.
 Ένας Χριστιανός Ινδός δηλώνει, απαντώντας στις ερωτήσεις των Επιτρόπων:
Όταν περνά ένα ευρωπαϊκό ή ντόπιο στρατιωτικό άγημα, όλοι οι χωρικοί πιέζονται να φέρουν τρόφιμα, κλπ, δωρεάν, και αν κάποιος ζητήσει χρήματα για τα πράγματα, τον βασανίζουν άγρια.
Ακολουθεί η περίπτωση ενός Βραχμάνου, στην οποία ο ίδιος, μαζί με άλλους απ' το χωριό του κι από γειτονικά χωριά, κλήθηκε απ' τον tahsildar να φέρει σανίδες, κάρβουνο, ξύλο για το τζάκι, κλπ., δωρεάν, ώστε να συνεχίσει την εργασία στην γέφυρα του Coleroon. Όταν αρνήθηκε, αρπάχθηκε από δώδεκα άνδρες και έλαβε διάφορα είδη κακομεταχείρισης. Προσθέτει:
Υπέβαλλα παράπονο στον βοηθό Έφορο, τον κύριο W. Cadell, αλλά δεν με ρώτησε τίποτε και έσκισε το αίτημά μου. Καθώς επιθυμεί να ολοκληρώσει φθηνά την εργασία για την γέφυρα του Coleroon, σε βάρος των φτωχών, κι έτσι να αποκτήσει καλή φήμη στην κυβέρνηση, δεν τον ενδιαφέρει ό,τι φόνο και να διαπράξει ο tahsildar.
Το φως υπό το οποίο εξετάστηκαν οι παράνομες πρακτικές, ως τον τελευταίο βαθμό εκβιασμού και βίας, από τις ανώτερες αρχές, είναι φανερότερο στην περίπτωση του κυρίου Breteton, Επιτρόπου υπεύθυνου για την επαρχία Ludhiana στο Punjab το 1855. Σύμφωνα με την Αναφορά του ΑρχιΕπιτρόπου του Punjab, αποδείχθηκε πως
για θέματα τα οποία γνώριζε άμεσα ή διήυθηνε ο Αναπληρωτής Επίτροπος, ο ίδιος ο κύριος Brereton, έγινε αναίτια έρευνα στα σπίτια πλούσιων πολιτών· πως η περιουσία που κατακρατήθηκε σε τέτοιες περιπτώσεις παρακρατήθηκε για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα· πως πολλοί πετάχτηκαν στη φυλακή κι έμειναν εκεί για εβδομάδες, χωρίς να τους έχουν διατυπωθεί κατηγορίες· και πως οι νόμοι που αφορούν την ασφάλεια έναντι κακού χαρακτήρα είχαν εφαρμοστεί με ισοπεδωτική και αδιάκριτη αυστηρότητα. Πως ο Αναπληρωτής Επίτροπος ακολουθούνταν από νομό σε νομό από διάφορους αστυνομικούς και πληροφοριοδότες, τους οποίους απασχολούσε όπου κι αν πήγαινε, και ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι κύριοι αυτουργοί αδικημάτων.
 Στην αναφορά του για την περίπτωση, ο Λόρδος Νταλουζί σημειώνει:
Έχουμε αναντίρρητες αποδείξεις--αποδείξεις που ούτε ο κύριος Brereton δεν αμφισβητεί-- ότι ο αξιωματούχος είναι ένοχος όλων των κατηγοριών στον μεγάλο κατάλογο παρατυπιών και παρανομιών με τον οποίο τον έχει κατηγορήσει ο ΑρχιΕπίτροπος και οι οποίες έχουν ατιμάσει ένα τμήμα της Βρετανικής διοίκησης, και έχουν υποβάλλει μεγάλο αριθμό υπηκόων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας σε μεγάλη αδικία, αυθαίρετη φυλάκιση και σκληρά βασανιστήρια.
Ο Λόρδος Νταλουζί προτείνει ο κατηγορούμενος να "γίνει μεγάλο και δημόσιο παράδειγμα" και συνεπώς έχει την άποψη ότι:
Ο κύριος Brereton δεν μπορεί προς το παρόν να απολάβει της εμπιστοσύνης του αξιώματος του Αναπληρωτή Επιτρόπου, και πρέπει να υποβιβαστεί από αυτόν τον βαθμό σε αυτόν του Βοηθού Πρώτης Τάξης.
Αυτά τα αποσπάσματα από τα Μπλε Τετράδια μπορούν να συνοψιστούν με το αίτημα των κατοίκων του Taluk στην Canara, στην ακτή του Malabar, οι οποίοι, αφού δηλώσουν ότι έχουν υποβάλλει σειρά αιτημάτων στην κυβέρνηση χωρίς αποτέλεσμα, αντιπαραθέτουν την παλιότερη με τη σημερινή τους κατάσταση ως εξής:
Ενώ καλλιεργούσαμε υγρή και στεγνή γη, λοφίσκους, κοιλάδες και δάση, πληρώνοντας το μικρό ποσό που οριζόταν, κι έτσι απολαμβάνοντας ησυχία και ευτυχία υπό τη διοίκηση του 'Ranee', του Bahadur και του Tippoo, οι τότε κυβερνητικοί υπάλληλοι μας επέβαλλαν επιπρόσθετο φόρο, και δεν τον πληρώσαμε. Δεν μας υπέβαλλαν σε στερήσεις, καταπίεση και κακομεταχείριση όταν εισέπραξαν το φόρο. Όταν παραδόθηκε αυτή η χώρα στην αξιότιμη Εταιρεία [την Εταιρεία της Ανατολικής Ινδίας], σκαρφίστηκαν κάθε είδος σχεδίου για να μας αφαιμάξουν από χρήματα. Με αυτόν τον βλαβερό στόχο, επινόησαν κανόνες και κανονισμούς και υπαγόρευσαν στους φοροεισπράκτορες και τους δικαστές να τους εφαρμόσουν. Αλλά οι τότε Έφοροι και οι υφιστάμενοί τους ντόπιοι αξιωματούχοι έδωσαν σημασία για αρκετό καιρό στα παράπονά μας και έπραξαν σε συμφωνία με τις επιθυμίες μας. Αντιθέτως, οι σημερινοί Έφοροι και υφιστάμενοι αξιωματούχοι τους, επιθυμώντας να πάρουν προαγωγή με κάθε μέσο, αδιαφορούν για την κατάσταση και τα συμφέροντα του λαού εν γένει, κωφεύουν προς τα παράπονά μας, και μας υποβάλλουν σε κάθε είδος καταπίεσης.
Παρουσιάσαμε εδώ μονάχα ένα σύντομο και ήπιο κεφάλαιο απ' την πραγματική ιστορία της Βρετανικής εξουσίας στην Ινδία. Με βάση αυτά τα γεγονότα, οι άνθρωποι που είναι απροκατάληπτοι και σκεπτόμενοι μπορεί πιθανώς να οδηγηθούν να αναρωτηθούν αν ένας λαός δεν δικαιολογείται να αποτάξει τους ξένους κατακτητές που έχουν κακομεταχειριστεί τους υπηκόους τους έτσι. Κι αν κάνουν εν ψυχρώ τέτοια πράγματα οι Άγγλοι, είναι άραγε αναπάντεχο που οι εξεγερμένοι Ινδουϊστές διέπραξαν, στην οργή της εξέγερσης και της σύγκρουσης, τα εγκλήματα και τις πράξεις σκληρότητας που τους αποδίδονται;

Καρλ Μαρξ,
New-York Daily Tribune
αρ. φύλλου 5120, 28 Αυγούστου 1857.
Στη συλλογή Marx-Engels on Colonialism, Μόσχα, Εκδ. Progress, 1977.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου